ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXVI.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXIX.

Νοσολογία(77).

Ως προς τας νόσους, πόθεν προέρχονται αύται, είναι φανερόν
ίσως εις πάντας. Τω όντι, επειδή τέσσαρα είναι τα είδη, εκ των
82. | οποίων συνεπήχθη το σώμα, γη, πυρ, ύδωρ και αήρ, αφθο-
νία ή έλλειψις τούτων παρά φύσιν, και μεταβολή γινομένη εκ του
οικείου αυτών τόπου εις ξένον, ή και το να προσλαμβάνη έκαστον
εις εαυτό ιδιότητα μη αρμόζουσαν εις αυτό, είτε του πυρός είτε
άλλου είδους, (διότι υπάρχουσι πολλαί ιδιότητες ενός είδους), πάντα
ταύτα και άλλα τοιαύτα παράγουσι διαταράξεις και νοσήματα.
Διότι, όταν παράγεται ή μετατοπίζεται παρά φύσιν έν τούτων,
θερμαίνονται εκείνα τα οποία ήσαν ψυχρά πρότερον, τα δε ξηρά
Β. | γίνονται ύστερον υγρά, και τα κούφα βαρέα, και δέχονται
πάσας τας δυνατάς μεταβολάς. Τω όντι, μόνον όταν το αυτό εις
το αυτό πράγμα κατά την αυτήν έννοιαν και τον αυτόν τρόπον
και κατ' αναλογίαν προστίθεται και αφαιρείται, μόνον τότε το
πράγμα είναι ακόμη το αυτό προς εαυτό και σώον και υγιές.
Αλλ' εκείνο, το οποίον ήθελε παραβή τινα εκ τούτων των όρων,
είτε εισερχόμενον είτε εξερχόμενον, προξενεί ποικίλας μεταβολάς
και νόσους και απείρους φθοράς.
C. | Και επειδή κατά φύσιν έγειναν δεύτεραι πάλιν συνθέ-
σεις(78), ο θέλων να σκεφθή θα έλθη εις νέαν αναγνώρισιν νοσημά-
των. Τω όντι, επειδή ο μυελός, το οστούν, η σαρξ και το νεύρον
συνεστήθησαν εκ των πρώτων ειδών, προσέτι δε και το αίμα,
αλλά κατά τρόπον διάφορον, τα πλείστα των νοσημάτων συμβαί-
νουσι καθώς είπομεν πρότερον, αλλά τα μέγιστα και βαρέα γί-
νονται τοιαύτα κατά τον εξής τρόπον: Όταν η γένεσις τούτων
(των δευτέρων συνθέσεων) συμβαίνη αντίστροφα, τότε αύται φθεί-
ρονται. Διότι κατά φύσιν αι σάρκες και τα νεύρα γίνονται εξ αί-
Δ. | ματος, τα μεν νεύρα εκ των ινών αυτού διά την ταυτότητα
της φύσεως, αι δε σάρκες εκ του επιλοίπου, όπερ πηγνύεται, καθ'
όσον αποχωρίζεται των ινών(79). Το εξερχόμενον δε πάλιν εκ των
νεύρων και της σαρκός, υγρόν γλοιώδες και παχύ, χρησιμεύει εις
το να προσκολλά την σάρκα εις τα οστά και συνάμα να τρέφη
και να αυξάνη αυτό το πέριξ του μυελού οστούν. Και το στραγγι-
ζόμενον διά της πυκνότητος των οστών, ήτοι το καθαρώτατον εί-
δος των τριγώνων, και λειότατον και παχύτατον, ρέον και στά-
Ε. | ζον από τα οστά, ποτίζει τον μυελόν. Και όταν πάντα γίνων-
ται κατά τούτον τον τρόπον, ως επί το πλείστον επικρατεί υγιεία,
όταν δε κατ' ενάντιον τρόπον, νόσος. Διότι όταν η σαρξ φθειρο-
μένη εκβάλλη αντιστρόφως το διεφθαρμένον υγρόν εις τας φλέ-
βας, τότε μετά του αέρος(80) υπάρχει εις τας φλέβας αίμα άφθονον
και παντός είδους, ποικίλον εκ των χρωμάτων και των πικριών
και ακόμη εκ των οξέων και αλμυρών χυμών, πλήρες από χολάς
και ιχώρας (ορούς) και φλέγματα παντοειδή. Διότι, επειδή πάντα
γίνονται αντιστρόφως και διαφθείρονται, καταστρέφουσιν αυτό το
83. | αίμα πρώτον, και μη δίδοντα πλέον καμμίαν τροφήν εις το
σώμα, μεταφέρονται πανταχού διά των φλεβών, χωρίς να διατη-
ρώσι πλέον την τάξιν της φυσικής κυκλοφορίας (περιόδους)(81), πο-
λεμούντα μεν αυτά εαυτά, διότι δεν δύνανται να έχωσι καμμίαν
ωφέλειαν αυτά εξ εαυτών, εχθρά δε όντα και καταστρεπτικά και
διαλυτικά παντός, το οποίον εις το σώμα συντηρείται και μένει εις
την θέσιν του. Όσον λοιπόν εκ της σαρκός παλαιότατον ον
φθαρή, επειδή δυσκόλως χωνεύεται, γίνεται μέλαν διά την παρα-
τεταμένην καύσιν, και επειδή είναι πικρόν, διότι διεφθάρη παντα-
Β. | χού, προσβάλλει βαρέως παν μέρος του σώματος, το οποίον
δεν έχει ακόμη φθαρή. Και ενίοτε το μέλαν χρώμα αντί της πι-
κρότητος αποκτά δριμύτητα, όταν δηλ. η πικρία πολύ λεπτύνε-
ται. Άλλοτε δε η πικρία βαφείσα εις το αίμα λαμβάνει χρώμα
ερυθρότερον και αν αναμιχθή και μέλαν γίνεται πράσινον (χλοώ-
δες). Προσέτι δε το ξανθόν χρώμα μιγνύεται με την πικρίαν, όταν
είναι νέα η σαρξ και φθείρηται υπό του πυρός της φλογώσεως.
Και πάντα ταύτα τα υγρά έλαβον κοινόν όνομα χολήν, δοθέν υπό
C. | τινων ιατρών ή και υπό άλλου τινός, όστις ήτο ικανός να
προσέχη εις πολλά και ανόμοια πράγματα και να βλέπη ότι εις
αυτά υπάρχει έν κοινόν χαράκτηριστικόν άξιον μιας επωνυμίας
εις όλα. Τα διάφορα δε είδη της χολής, οσαδήποτε αναφέρονται,
από το χρώμα έλαβεν έκαστον αυτών ίδιον όνομα. Ως προς τον
ιχώρα δε, ο μεν ορός του αίματος είναι ήμερος, ο δε της μαύ-
ρης και οξείας χολής είναι άγριος (δριμύς), όταν ένεκα της θερ-
μότητος αναμιγνύεται με αλμυράν δύναμιν (χυμόν)· ονομάζεται
δε ούτος οξύ φλέγμα. Εκείνο δε πάλιν, όπερ διά (της επιδράσεως)
Δ. | του αέρος διαλύεται εκ νέας και τρυφεράς σαρκός, αφού εξ-
ογκωθή υπό του ανέμου και περικυκλωθή υπό της υγρότητος,
επειδή εκ του πάθους τούτου γεννώνται πομφόλυγες, των οποίων
εκάστη είναι αόρατος διά την σμικρότητα, αλλά όλαι ομού παρου-
σιάζουσιν ένα όγκον ορατόν και έχουσι χρώμα λευκόν διά την
γέννησιν αφρού, όλη αύτη η φθορά σαρκός τρυφεράς αναμεμι-
γμένη με αέρα λέγομεν ότι είναι το λευκόν φλέγμα. Ορός δε
Ε. | του φλέγματος το οποίον νεωστί εσχηματίσθη είναι ο ιδρώς
και το δάκρυον και όσα άλλα τοιαύτα χύνει το σώμα έξω καθ'
ημέραν καθαριζόμενον. Και όλα ταύτα γίνονται αίτια νοσημάτων,
όταν το αίμα δεν γίνεται άφθονον φυσικώς εκ των τροφών και των
ποτών, αλλ' απεναντίας λαμβάνη όγκον παρά τους νόμους της
φύσεως. Καίτοι λοιπόν διαλύονται υπό των νόσων τα μέρη της
σαρκός, εάν μένωσιν αι ρίζαι αυτών, η δύναμις του κακού ελατ-
τούται εις το ήμισυ, διότι η σαρξ δύναται ευκόλως να αναπλασθή.
84. | Αλλά όταν νοσήση το υγρόν το συνδέον τας σάρκας με τα
οστά, και αποχωριζόμενον από των ινών άμα και των νεύρων, δεν
γίνεται πλέον τροφή εις το οστούν, ούτε δεσμός της σαρκός με το
οστούν, αλλ' ενώ ήτο λιπαρόν και λείον και γλοιώδες, γίνεται
τραχύ και αλμυρόν, διότι εξηράνθη υπό της κακής διαίτης, τότε
παν το πάσχον τα τοιαύτα φθείρεται αφ' εαυτού υπό τας σάρκας
και τα νεύρα και αποχωρίζεται από των οστών. Αι δε σάρκες
Β. | πίπτουσαι εκ των ριζών αυτών αφίνουσι τα νεύρα γυμνά και
πλήρη άλμης, εμπίπτουσαι δε πάλιν εις το ρεύμα του αίματος,
πολλαπλασιάζουσι τα ειρημένα νοσήματα. Αλλά αν και είναι βα-
ρέα τα παθήματα ταύτα του σώματος, υπάρχουσιν ακόμη μεγα-
λύτερα τούτων, προηγούμενα(82) αυτών, οσάκις το οστούν ένεκα
της πυκνότητος της σαρκός μη έχον αρκετήν αναπνοήν, θερμαι-
νόμενον υπό του ευρώτος (μούχλας) και σηπόμενον (γαγγραινιά-
C. | ζον) δεν δέχεται πλέον τροφήν, η δε τροφή χυνομένη πάλιν
εις τας σάρκας και αι σάρκες εις το αίμα καθιστώσι τα νοσή-
ματα πάντα βαρύτερα των προειρημένων. Το χείριστον δε πάντων
είναι, όταν αυτή η φύσις του μυελού νοσήση διά τινα έλλειψιν ή
υπερβολήν, και τούτο παράγει τα μέγιστα νοσήματα και τα μά-
λιστα ικανά να φέρωσι τον θάνατον, διότι τότε εξ ανάγκης πάσα
η φύσις του σώματος βαίνει αντίστροφα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XL.

Νοσολογία (συνέχεια)(83).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XL.
35 of 72
2 pages left
CONTENTS
Chapters
Highlights