ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXIV.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXVI.
Περί αναπνοής (συνέχεια).
Ας εξετάσωμεν τώρα πάλιν την λειτουργίαν της αναπνοής, διά
ποίων αιτίων έγεινε τοιαύτη, οποία τώρα υπάρχει. Λοιπόν (έγει-
Β. | νεν) ως εξής: Επειδή ουδέν υπάρχει κενόν, εις το οποίον να
δύναται να εισέλθη πράγμα κινούμενον, η δε πνοή απωθείται υφ'
ημών έξω, είναι ήδη φανερόν το επακόλουθον εις τούτο, ότι δηλ.
αύτη δεν (εξέρχεται) εις το κενόν, αλλ' αποδιώκει εκ της θέσεώς
του τον πλησίον αέρα, ούτος δε ωθούμενος αποδιώκει τον πλησίον
του πάντοτε, και ούτως αναγκαίως ωθείται κυκλικώς όλος, έως
ου εισέλθη εις την θέσιν, όθεν εξήλθεν η αναπνοή, και αναπληρώ-
σας αυτήν, πάλιν παρακολουθεί την εκπνοήν. Και τούτο γίνεται
συγχρόνως όλον, ως τροχός περιστρεφόμενος, διότι κενόν δεν
C. | υπάρχει. Διά τούτο βέβαια το στήθος και ο πνεύμων, όταν
εξάγη την πνοήν, πάλιν πληρούται υπό του αέρος, όστις είναι πέ-
ριξ του σώματος και εισέρχεται και εισχωρεί διά των αραιών σαρ-
κών. Και πάλιν έπειτα αποσυρόμενος ο αήρ και εξερχόμενος διά
του σώματος κύκλω, ωθεί μέσα την αναπνοήν διά της διόδου του
στόματος και των μυκτήρων. Η αιτία δε διά την οποίαν τούτο
έλαβεν αρχήν, πρέπει να δεχθώμεν ότι είναι η εξής: Παν ζώον έχει
Δ. | θερμότατα τα εντός αυτού πλησίον του αίματος και των φλε-
βών, ως εάν υπήρχε πηγή πυρός εν αυτώ, και τούτο ωμοιάσαμεν με
το πλέγμα ψαροκοφίνου, (ειπόντες) ότι όλον το μέρος, το οποίον εκ-
τείνεται εις το μέσον, είναι πεπλεγμένον εκ πυρός, ενώ το άλλο,
όσον κείται έξωθεν, είναι εξ αέρος. Η θερμότης όμως, πρέπει να
το ομολογήσωμεν, φυσικώς φέρεται έξω προς την εαυτής θέσιν
και προς την άλλην θερμότητα την ομοίαν με αυτήν. Αλλ' επειδή
δύο υπάρχουσιν έξοδοι, η μία διά της επιφανείας του σώματος και η
Ε. | άλλη διά του στόματος και των μυκτήρων, οσάκις (η θερμότης
αύτη) ορμά προς το έν μέρος, ωθεί άμα τον αέρα όστις είναι προς το
άλλο, ο δε αποκρουσθείς πίπτων εις το πυρ θερμαίνεται, ενώ ο εξ-
ελθών ψύχεται. Επειδή δε ούτω η θερμότης μεταβάλλει θέσιν και
ο χώρος ο πλησίον της άλλης εξόδου γίνεται θερμότερος, πάλιν
το θερμότερον ρέπον προς ταύτην, ως φερόμενον προς την ομοίαν
με αυτόν φύσιν, απωθεί το ευρισκόμενον εις το άλλο μέρος.
Τούτο δε πάσχουσα και ανταποδίδουσα διηνεκώς τα αυτά, γεννά
κύκλον χωρούντα εμπρός και οπίσω και παράγοντα δι' αμφοτέρων
(των ωθήσεων) την αναπνοήν και εκπνοήν.
ποίων αιτίων έγεινε τοιαύτη, οποία τώρα υπάρχει. Λοιπόν (έγει-
Β. | νεν) ως εξής: Επειδή ουδέν υπάρχει κενόν, εις το οποίον να
δύναται να εισέλθη πράγμα κινούμενον, η δε πνοή απωθείται υφ'
ημών έξω, είναι ήδη φανερόν το επακόλουθον εις τούτο, ότι δηλ.
αύτη δεν (εξέρχεται) εις το κενόν, αλλ' αποδιώκει εκ της θέσεώς
του τον πλησίον αέρα, ούτος δε ωθούμενος αποδιώκει τον πλησίον
του πάντοτε, και ούτως αναγκαίως ωθείται κυκλικώς όλος, έως
ου εισέλθη εις την θέσιν, όθεν εξήλθεν η αναπνοή, και αναπληρώ-
σας αυτήν, πάλιν παρακολουθεί την εκπνοήν. Και τούτο γίνεται
συγχρόνως όλον, ως τροχός περιστρεφόμενος, διότι κενόν δεν
C. | υπάρχει. Διά τούτο βέβαια το στήθος και ο πνεύμων, όταν
εξάγη την πνοήν, πάλιν πληρούται υπό του αέρος, όστις είναι πέ-
ριξ του σώματος και εισέρχεται και εισχωρεί διά των αραιών σαρ-
κών. Και πάλιν έπειτα αποσυρόμενος ο αήρ και εξερχόμενος διά
του σώματος κύκλω, ωθεί μέσα την αναπνοήν διά της διόδου του
στόματος και των μυκτήρων. Η αιτία δε διά την οποίαν τούτο
έλαβεν αρχήν, πρέπει να δεχθώμεν ότι είναι η εξής: Παν ζώον έχει
Δ. | θερμότατα τα εντός αυτού πλησίον του αίματος και των φλε-
βών, ως εάν υπήρχε πηγή πυρός εν αυτώ, και τούτο ωμοιάσαμεν με
το πλέγμα ψαροκοφίνου, (ειπόντες) ότι όλον το μέρος, το οποίον εκ-
τείνεται εις το μέσον, είναι πεπλεγμένον εκ πυρός, ενώ το άλλο,
όσον κείται έξωθεν, είναι εξ αέρος. Η θερμότης όμως, πρέπει να
το ομολογήσωμεν, φυσικώς φέρεται έξω προς την εαυτής θέσιν
και προς την άλλην θερμότητα την ομοίαν με αυτήν. Αλλ' επειδή
δύο υπάρχουσιν έξοδοι, η μία διά της επιφανείας του σώματος και η
Ε. | άλλη διά του στόματος και των μυκτήρων, οσάκις (η θερμότης
αύτη) ορμά προς το έν μέρος, ωθεί άμα τον αέρα όστις είναι προς το
άλλο, ο δε αποκρουσθείς πίπτων εις το πυρ θερμαίνεται, ενώ ο εξ-
ελθών ψύχεται. Επειδή δε ούτω η θερμότης μεταβάλλει θέσιν και
ο χώρος ο πλησίον της άλλης εξόδου γίνεται θερμότερος, πάλιν
το θερμότερον ρέπον προς ταύτην, ως φερόμενον προς την ομοίαν
με αυτόν φύσιν, απωθεί το ευρισκόμενον εις το άλλο μέρος.
Τούτο δε πάσχουσα και ανταποδίδουσα διηνεκώς τα αυτά, γεννά
κύκλον χωρούντα εμπρός και οπίσω και παράγοντα δι' αμφοτέρων
(των ωθήσεων) την αναπνοήν και εκπνοήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXVII.
Εξήγησις άλλων φυσικών φαινομένων.
Και τώρα κατά τον αυτόν τρόπον δυνάμεθα να εύρωμεν
80. | τας αιτίας των επενεργειών των ιατρικών σικυών, της
καταπόσεως, της κινήσεως των ριπτομένων σωμάτων, είτε
των υψουμένων εις τον αέρα, είτε των ριπτομένων επί της
γης(71), καθώς και των ήχων όσοι φαίνονται ταχείς και βραδείς,
οξείς και βαρείς(72), οίτινες άλλοτε μεν έρχονται εις ασυμφωνίαν
διά την ανωμαλίαν της κινήσεως, την οποίαν γεννώσιν εις ημάς,
άλλοτε δε εις αρμονίαν διά την ομαλότητα. Διότι τας κινήσεις
των πρότερον ερχομένων και ταχυτέρων ήχων οι βραδύτεροι ήχοι
φθάνουσιν, όταν εκείναι αι κινήσεις μέλλωσι να παύσωσι και να
Β. | έλθωσιν ούτω εις ομοιότητα με εκείνας, δι' ων αυτοί οι ήχοι
οι ερχόμενοι ύστερον τας κινώσι. Καταφθάνοντες δε ούτω δεν τας
διαταράττουσι προσθέτοντες νέαν κίνησιν, αλλά προσάπτοντες αρ-
χήν κινήσεως βραδυτέρας εις την της ταχυτέρας, ήτις καταλήγει
εις το να γίνη ομοία με αυτήν, αποτελούσι διά της μίξεως του
οξέος και του βαρέος μίαν μόνην εντύπωσιν. Όθεν εις μεν τους
άφρονας προξενούσιν ηδονήν, εις δε τους έμφρονας ευφροσύνην διά
την μίμησιν της θείας αρμονίας, ήτις κατορθούται εις θνητάς
κινήσεις.
80. | τας αιτίας των επενεργειών των ιατρικών σικυών, της
καταπόσεως, της κινήσεως των ριπτομένων σωμάτων, είτε
των υψουμένων εις τον αέρα, είτε των ριπτομένων επί της
γης(71), καθώς και των ήχων όσοι φαίνονται ταχείς και βραδείς,
οξείς και βαρείς(72), οίτινες άλλοτε μεν έρχονται εις ασυμφωνίαν
διά την ανωμαλίαν της κινήσεως, την οποίαν γεννώσιν εις ημάς,
άλλοτε δε εις αρμονίαν διά την ομαλότητα. Διότι τας κινήσεις
των πρότερον ερχομένων και ταχυτέρων ήχων οι βραδύτεροι ήχοι
φθάνουσιν, όταν εκείναι αι κινήσεις μέλλωσι να παύσωσι και να
Β. | έλθωσιν ούτω εις ομοιότητα με εκείνας, δι' ων αυτοί οι ήχοι
οι ερχόμενοι ύστερον τας κινώσι. Καταφθάνοντες δε ούτω δεν τας
διαταράττουσι προσθέτοντες νέαν κίνησιν, αλλά προσάπτοντες αρ-
χήν κινήσεως βραδυτέρας εις την της ταχυτέρας, ήτις καταλήγει
εις το να γίνη ομοία με αυτήν, αποτελούσι διά της μίξεως του
οξέος και του βαρέος μίαν μόνην εντύπωσιν. Όθεν εις μεν τους
άφρονας προξενούσιν ηδονήν, εις δε τους έμφρονας ευφροσύνην διά
την μίμησιν της θείας αρμονίας, ήτις κατορθούται εις θνητάς
κινήσεις.
C. | Προσέτι δε και ως προς τα ρεύματα πάντα των υδάτων,
και τας πτώσεις των κεραυνών και τα θαυμάσια των ηλέκτρων
και των Ηρακλείων λίθων (μαγνήτου) ένεκα της έλξεως(73), εις
ουδέν τούτων υπάρχει ποτέ δύναμις ελκτική. Αλλά διότι δεν
υπάρχει ουδέν κενόν και τα πράγματα απωθούνται κύκλω αμοι-
βαίως, και διότι πάντα διηρημένα και ηνωμένα πορεύονται έκα-
στον αμοιβαίως εις την οικείαν θέσιν του, διά της προς άλληλα
πλοκής όλων τούτων των παθημάτων, θα φανή εις τον μεθοδικώς
ζητούντα ότι παράγονται τα θαύματα ταύτα.
και τας πτώσεις των κεραυνών και τα θαυμάσια των ηλέκτρων
και των Ηρακλείων λίθων (μαγνήτου) ένεκα της έλξεως(73), εις
ουδέν τούτων υπάρχει ποτέ δύναμις ελκτική. Αλλά διότι δεν
υπάρχει ουδέν κενόν και τα πράγματα απωθούνται κύκλω αμοι-
βαίως, και διότι πάντα διηρημένα και ηνωμένα πορεύονται έκα-
στον αμοιβαίως εις την οικείαν θέσιν του, διά της προς άλληλα
πλοκής όλων τούτων των παθημάτων, θα φανή εις τον μεθοδικώς
ζητούντα ότι παράγονται τα θαύματα ταύτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXVIΙΙ.
Φύσις και κίνησις του αίματος. Θρέψις και αύξησις του σώματος. Γήρας και θάνατος.
Δ. | Και λοιπόν και η αναπνοή, εκ της οποίας έλαβεν αρχήν
ο λόγος ούτος, γίνεται, ως είπομεν πρότερον, κατά τούτον τον
τρόπον και διά τούτων των μέσων: Το πυρ κατακόπτει τας τρο-
φάς και παρακολουθούν την πνοήν, ήτις υψούται έσωθεν, διά ταύ-
της της συνανυψώσεώς του εκ της κοιλίας γεμίζει τας φλέβας, μετα-
βιβάζον εξ αυτών τας κεκομμένας (χωνευμένας) τροφάς. Και ούτως
αι πηγαί της θρέψεως επιρρέουσιν (ίνα ποτίσωσιν) όλον το σώμα εις
πάντα τα ζώα. Ταύτα δε τα κομμάτια, ενόσω είναι νέα και παρά-
Ε. | γονται από συγγενείς ουσίας, άλλα μεν από καρπούς άλλα
δε από χόρτα, τα οποία ο Θεός εφύτευσε δι' αυτό ακριβώς, ίνα
είναι τροφή εις ημάς, διατηρούσι ποικιλώτατα χρώματα ένεκα της
μίξεως. Αλλά το χρώμα, όπερ κατά το πλείστον επικρατεί, είναι το
ερυθρόν χρώμα, χαρακτηριστικόν δημιουργηθέν εκ της κόψεως
του πυρός και της εντυπώσεως την οποίαν έκαμεν εις το υγρόν.
Όθεν το χρώμα του υγρού, το οποίον ρέει εις το σώμα, έχει την
όψιν την οποίαν περιεγράψαμεν, καλούμεν δε αυτό αίμα, και εί-
81. | ναι η τροφή των σαρκών και όλου του σώματος, και εξ αυ-
τού όλα τα μέλη αντλούντα γεμίζουσι τους τόπους, οίτινες κε-
νούνται.
ο λόγος ούτος, γίνεται, ως είπομεν πρότερον, κατά τούτον τον
τρόπον και διά τούτων των μέσων: Το πυρ κατακόπτει τας τρο-
φάς και παρακολουθούν την πνοήν, ήτις υψούται έσωθεν, διά ταύ-
της της συνανυψώσεώς του εκ της κοιλίας γεμίζει τας φλέβας, μετα-
βιβάζον εξ αυτών τας κεκομμένας (χωνευμένας) τροφάς. Και ούτως
αι πηγαί της θρέψεως επιρρέουσιν (ίνα ποτίσωσιν) όλον το σώμα εις
πάντα τα ζώα. Ταύτα δε τα κομμάτια, ενόσω είναι νέα και παρά-
Ε. | γονται από συγγενείς ουσίας, άλλα μεν από καρπούς άλλα
δε από χόρτα, τα οποία ο Θεός εφύτευσε δι' αυτό ακριβώς, ίνα
είναι τροφή εις ημάς, διατηρούσι ποικιλώτατα χρώματα ένεκα της
μίξεως. Αλλά το χρώμα, όπερ κατά το πλείστον επικρατεί, είναι το
ερυθρόν χρώμα, χαρακτηριστικόν δημιουργηθέν εκ της κόψεως
του πυρός και της εντυπώσεως την οποίαν έκαμεν εις το υγρόν.
Όθεν το χρώμα του υγρού, το οποίον ρέει εις το σώμα, έχει την
όψιν την οποίαν περιεγράψαμεν, καλούμεν δε αυτό αίμα, και εί-
81. | ναι η τροφή των σαρκών και όλου του σώματος, και εξ αυ-
τού όλα τα μέλη αντλούντα γεμίζουσι τους τόπους, οίτινες κε-
νούνται.
Ο δε τρόπος της πληρώσεως και της κενώσεως γίνεται, όπως
γίνεται η κίνησις παντός πράγματος εις το σύμπαν, καθ' ην έκα-
στον πράγμα φέρεται προς το συγγενές (όμοιον) αυτού. Διότι τα
πράγματα τα υπάρχοντα πέριξ ημών έξω διαρκώς μας διαλύουσι
και διανέμουσι το αφαιρεθέν, αποστέλλοντα εις τα καθ' έκαστα
είδη ό,τι είναι της αυτής φύσεως. Και τα μέλη λοιπόν τα έχοντα
αίμα εντός ημών, τα οποία κατεκόπησαν και είναι περικεκαλυμμένα
Β. | υπό του οργανισμού εκάστου ζώου, όπως ημείς υπό του ουρα-
νού, αναγκάζονται να μιμώνται την κίνησιν του παντός. Και ούτω
ενώ πορεύεται προς το συγγενές του έκαστον των πραγμάτων, τα
οποία εκόπησαν εντός ημών, το κενωθέν πληρούται πάλιν. Και
όταν το εξερχόμενον είναι περισσότερον του εισερχομένου, κατα-
στρέφεται το όλον, όταν δε ολιγώτερον, αυξάνεται το όλον(74). Όταν
λοιπόν η σύστασις του ζώου είναι νέα και έχη τα τρίγωνα και-
νουργή, ως εάν μόλις ήρχοντο από την ρίζαν των στοιχείων, έχει
C. | τότε ισχυράν την συνοχήν των μερών προς άλληλα, ενώ ο όλος
όγκος αυτής είναι απαλός, διότι προ μικρού εγεννήθη εκ του μυε-
λού και ετράφη με το γάλα(75). Τα δε τρίγωνα εκείνα, τα οποία
αύτη δέχεται εντός εαυτής έξωθεν εισελθόντα, εκ των οποίων απο-
τελούνται αι τροφαί και τα ποτά, επειδή είναι παλαιότερα των
δικών της τριγώνων και διά τούτο ασθενέστερα, αύτη τα κατα-
νικά κόπτουσα αυτά με τα καινουργή τα ιδικά της, και καθιστά
το ζώον μέγα, τρέφουσα αυτό εκ πολλών στοιχείων ομοίων. Αλλά
όταν η γενεά(76) των τριγώνων τούτων χαλαρωθή διά τους πολλούς
αγώνας, τους οποίους επί πολύν χρόνον εναντίον πολλών ηγωνί-
Δ. | σθη, ταύτα δεν δύνανται πλέον να κόπτωσι τα της τροφής,
τα οποία εισέρχονται, ούτως ώστε να τα αφομοιώσι προς εαυτά,
αλλά αυτά ταύτα υπό των έξωθεν εισερχομένων κόπτονται ευκό-
λως. Εξασθενίζεται τότε όλον το ζώον νικηθέν τοιουτοτρόπως, και
το πάθος τούτο ονομάζεται γήρας. Και επί τέλους, όταν οι δε-
σμοί, οίτινες συνδέουσι τα τρίγωνα του μυελού, καταβληθέντες
υπό του κόπου δεν αντέχωσι πλέον, αφίνουσι να διαλυθώσι και
οι δεσμοί της ψυχής. Αύτη δε κατά φύσιν ελευθερωθείσα (από του
Ε. | σώματος), πετά μετά χαράς, Διότι παν ό,τι είναι εναντίον της
φύσεως είναι δυσάρεστον, ό,τι δε γίνεται σύμφωνα με την φύσιν
είναι ευάρεστον. Και ο θάνατος λοιπόν ομοίως, ο προερχόμενος
από νόσους και πληγάς είναι δυσάρεστος και βίαιος, αλλ' εκεί-
νος, όστις μετά του γήρατος έρχεται εις τέλος σύμφωνον με την
φύσιν, είναι ο μάλλον άπονος των θανάτων και γίνεται με ευχα-
ρίστησιν μάλλον παρά με λύπην.
γίνεται η κίνησις παντός πράγματος εις το σύμπαν, καθ' ην έκα-
στον πράγμα φέρεται προς το συγγενές (όμοιον) αυτού. Διότι τα
πράγματα τα υπάρχοντα πέριξ ημών έξω διαρκώς μας διαλύουσι
και διανέμουσι το αφαιρεθέν, αποστέλλοντα εις τα καθ' έκαστα
είδη ό,τι είναι της αυτής φύσεως. Και τα μέλη λοιπόν τα έχοντα
αίμα εντός ημών, τα οποία κατεκόπησαν και είναι περικεκαλυμμένα
Β. | υπό του οργανισμού εκάστου ζώου, όπως ημείς υπό του ουρα-
νού, αναγκάζονται να μιμώνται την κίνησιν του παντός. Και ούτω
ενώ πορεύεται προς το συγγενές του έκαστον των πραγμάτων, τα
οποία εκόπησαν εντός ημών, το κενωθέν πληρούται πάλιν. Και
όταν το εξερχόμενον είναι περισσότερον του εισερχομένου, κατα-
στρέφεται το όλον, όταν δε ολιγώτερον, αυξάνεται το όλον(74). Όταν
λοιπόν η σύστασις του ζώου είναι νέα και έχη τα τρίγωνα και-
νουργή, ως εάν μόλις ήρχοντο από την ρίζαν των στοιχείων, έχει
C. | τότε ισχυράν την συνοχήν των μερών προς άλληλα, ενώ ο όλος
όγκος αυτής είναι απαλός, διότι προ μικρού εγεννήθη εκ του μυε-
λού και ετράφη με το γάλα(75). Τα δε τρίγωνα εκείνα, τα οποία
αύτη δέχεται εντός εαυτής έξωθεν εισελθόντα, εκ των οποίων απο-
τελούνται αι τροφαί και τα ποτά, επειδή είναι παλαιότερα των
δικών της τριγώνων και διά τούτο ασθενέστερα, αύτη τα κατα-
νικά κόπτουσα αυτά με τα καινουργή τα ιδικά της, και καθιστά
το ζώον μέγα, τρέφουσα αυτό εκ πολλών στοιχείων ομοίων. Αλλά
όταν η γενεά(76) των τριγώνων τούτων χαλαρωθή διά τους πολλούς
αγώνας, τους οποίους επί πολύν χρόνον εναντίον πολλών ηγωνί-
Δ. | σθη, ταύτα δεν δύνανται πλέον να κόπτωσι τα της τροφής,
τα οποία εισέρχονται, ούτως ώστε να τα αφομοιώσι προς εαυτά,
αλλά αυτά ταύτα υπό των έξωθεν εισερχομένων κόπτονται ευκό-
λως. Εξασθενίζεται τότε όλον το ζώον νικηθέν τοιουτοτρόπως, και
το πάθος τούτο ονομάζεται γήρας. Και επί τέλους, όταν οι δε-
σμοί, οίτινες συνδέουσι τα τρίγωνα του μυελού, καταβληθέντες
υπό του κόπου δεν αντέχωσι πλέον, αφίνουσι να διαλυθώσι και
οι δεσμοί της ψυχής. Αύτη δε κατά φύσιν ελευθερωθείσα (από του
Ε. | σώματος), πετά μετά χαράς, Διότι παν ό,τι είναι εναντίον της
φύσεως είναι δυσάρεστον, ό,τι δε γίνεται σύμφωνα με την φύσιν
είναι ευάρεστον. Και ο θάνατος λοιπόν ομοίως, ο προερχόμενος
από νόσους και πληγάς είναι δυσάρεστος και βίαιος, αλλ' εκεί-
νος, όστις μετά του γήρατος έρχεται εις τέλος σύμφωνον με την
φύσιν, είναι ο μάλλον άπονος των θανάτων και γίνεται με ευχα-
ρίστησιν μάλλον παρά με λύπην.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXXIX.