ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXI.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXIII.

Η κίνησις και η στάσις. Αίτια κινήσεως η ανομοιότης και η ανισότης (διαφορά). Το σύμπαν κυκλοτερές ον σφίγγει τα σώματα και ουδαμού αφίνει κενόν. Συνοχή σωμάτων. Η κίνησις είναι αδιάλειπτος.

Περί κινήσεως όμως και ηρεμίας, με ποίον τρόπον και διά
ποίας αιτίας γίνονται, εάν δεν συμφωνήσωμεν πρώτον, πολλά
θα υπάρξωσιν εμπόδια εις τους επομένους συλλογισμούς. Τινά
Ε. | μεν περί αυτών έχομεν ήδη είπει· αλλ' εκτός εκείνων
θα είπωμεν και ταύτα: ότι όπου υπάρχει ομαλότης (το ομοιό-
μορφον) δεν δύναται να υπάρχη κίνησις. Διότι πράγμα μέλλον
να κινηθή χωρίς το μέλλον να κινήση ή πράγμα μέλλον να κι-
νήση χωρίς το μέλλον να κινηθή είναι δύσκολον ή μάλλον αδύ-
νατον. Λοιπόν άνευ των δύο τούτων κίνησις δεν υπάρχει· ταύτα
δε να είναι όμοια είναι αδύνατον(22). Ούτω πάντοτε την ηρεμίαν
ας ανάγωμεν εις την ομαλότητα, την δε κίνησιν εις την ανωμα-
58 | λίαν (διαφοράν). Η ανισότης δε πάλιν είναι αιτία της ανω-
μαλίας. Και της μεν ανισότητος εξητάσαμεν(23) την γένεσιν.
Αλλά πώς άρα γε δεν συμβαίνει ώστε χωρισθέντα ταύτα κατά
τα είδη αυτών έκαστα να παύσωσιν από του να κινώνται και
να μεταφέρωνται τα μεν διά των δε, ταύτα δεν έχομεν είπει.
Λοιπόν πάλιν θα είπωμεν ούτως: Η περιφορά του σύμπαντος
αφού περιέλαβεν εις εαυτήν τα ειρημένα γένη, επειδή είναι κυ-
κλική κατά την μορφήν και έχει την φυσικήν τάσιν να επανέρχη-
ται εις εαυτήν, συσφίγγει πάντα τα πράγματα και δεν αφίνει να
μένη τόπος κενός ουδείς. Διά τούτο προ πάντων το πυρ εισδύει
Β. | εις όλα τα πράγματα και κατά δεύτερον λόγον ο αήρ, καθό
φύσει δεύτερος κατά την λεπτότητα, και τα άλλα είδη κατά τον
αυτόν τρόπον. Διότι όσα έγιναν εκ μερών μεγίστων αφίνουσι
μέγιστον κενόν εις την σύστασιν αυτών, τα δε σμικρότατα ελά-
χιστον. Όθεν η κίνησις της συμπυκνώσεως ωθεί τα μικρά εις
τα κενά των μεγάλων(24). Όταν λοιπόν τα μικρά τίθενται πλη-
σίων των μεγάλων, και τα μεν σμικρά χωρίζωσι τα μεγάλα,
τα δε μεγάλα συμπιέζωσι τα μικρά, όλα άνω-κάτω μεταφέρον-
ται εις τους ιδιαιτέρους αυτών τόπους. Διότι έκαστον μεταβάλ-
C | λον το μέγεθος μεταβάλλει και τον τόπον, εν ω ίσταται.
Ούτω και διά τους λόγους τούτους η γέννησις της ανωμαλίας,
διατηρουμένη πάντοτε, παράγει την συνεχή κίνησιν των στοι-
χείων τούτων, ήτις είναι και θα είναι αδιακόπως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXIV.

Τα διάφορα γένη ή ποιότητες του πυρός — του αέρος — και του ύδατος (Χημεία).

Μετά ταύτα πρέπει να έχωμεν κατά νουν ότι πολλά είδη
πυρός υπάρχουσιν, ως η φλοξ και εκείνο όπερ απορρέει εκ της
φλογός και όπερ δεν καίει μεν, αλλά δίδει φως εις τους οφθαλ-
μούς, και εκείνο όπερ εκ του πυρός μένει εις τα διάπυρα σώ-
Δ. | ματα, όταν η φλοξ σβεσθή(25). Κατά τον αυτόν τρόπον εις τον
αέρα υπάρχει το καθαρώτατον μέρος ονομαζόμενον αιθήρ, και
το θολερώτατον καλούμενον νέφος και σκότος, και άλλα είδη
χωρίς όνομα, τα οποία εγεννήθησαν διά την ανισότητα των τρι-
γώνων. Τα δε είδη του ύδατος είναι κατά πρώτον δύο, το υγρόν
και το χυτόν(26). Το μεν υγρόν, επειδή σύγκειται εκ μερών
ύδατος σμικρών και ανίσων, είναι κινητόν υφ' εαυτού και
υπ' άλλου, ένεκα της ανωμαλίας του και των ιδιοτήτων του
Ε. | σχήματός του. Το άλλο όμως, επειδή αποτελείται εκ με-
ρών μεγάλων και ίσων, ον στασιμώτερον του πρώτου και βαρύ,
είναι συμπαγές ένεκα της ομαλότητός του, αλλ' υπό την ενέρ-
γειαν του πυρός, το οποίον διαπερά και διαλύει αυτό, απο-
βάλλον το ομοιόμορφον αυτού αποκτά περισσοτέραν κίνησιν, και
επειδή γίνεται ευκίνητον, ωθείται υπό του πλησίον αέρος και
εκτείνεται επί της γης, και τήξις μεν η διάλυσις της μάζης
του, ροή δε η επί της γης διάχυσις αυτού ωνομάσθησαν, έκα-
59. | στον των παθών τούτων. Και πάλιν, όταν εξέρχηται εξ αυ-
τού το πυρ, επειδή τούτο δεν μεταβαίνει εις το κενόν, ο πλησίον
αήρ, ωθούμενος υπ' αυτού και ωθών τον υγρόν όγκον, ακόμη
ευκίνητον όντα, εις τους τόπους τους οποίους αφήκε κενούς το
πυρ, τον συμπιέζει εις εαυτόν· ούτος δε (ο υγρός όγκος) διά της
πιέσεως επανακτών την ομαλότητα αυτού, διότι απήλθε το πυρ,
το αίτιον της ανωμαλίας, γίνεται ως πρότερον ο αυτός προς εαυ-
τόν. Και η μεν αποχώρησις του πυρός ωνομάσθη ψύξις, η δε
μετά την αποχώρησιν τούτου συμπύκνωσις ωνομάσθη πήξις.
Εξ όλων δε τούτων, όσα ωνομάσαμεν χυτά ύδατα, εκείνο το
Β. | οποίον, επειδή γίνεται εκ λεπτοτάτων και ομαλωτάτων με-
ρών, είναι το πυκνότατον, έν απλούν είδος μετέχον χρώματος στιλ-
πνού και ξανθού, απόκτημα πολυτιμότατον, είναι ο χρυσός, όσ-
τις γίνεται στερεός, διότι υπέστη διήθησιν διά μέσου πέτρας.
Και ο όζος του χρυσού, όστις διά την πυκνότητα αυτού είναι
σκληρότατος και μελανός το χρώμα, ωνομάσθη αδάμας(27). Εκείνο
δε ου τα μέρη είναι μικρά ως τα του χρυσού, αλλ' έχει είδη
πλείω του ενός, είναι δε και πυκνότερον του χρυσού, και
C. | έχει ολίγον και λεπτόν μέρος γης, ώστε να είναι σκλη-
ρότερον, αλλά επειδή έχει εντός εαυτού μεγάλα διαλείμματα,
είναι ελαφρότερον, τούτο είναι έν είδος εκ των λαμπρών και
συμπιεστών υδάτων και στερεοποιηθέν αποτελεί τον χαλκόν.
Το δε μέρος της γης το μιχθέν μετ' αυτού, όταν και τα δύο πα-
λαιούμενα αποχωρίζωνται πάλιν απ' αλλήλων, γινόμενον φανε-
ρόν ως υπάρχον καθ' εαυτό λέγεται ιός (σκωρία). Περί δε των
άλλων, εκ των τοιούτων ουδόλως είναι δύσκολον να εξηγηθή
τις ακόμη, ακολουθών την πιθαναλογίαν διά της οποίας, (όταν
Δ. | χάριν αναπαύσεως αφίνη τους λόγους περί των αιωνίων
όντων και προσέχων εις τους πιθανούς λόγους περί εκείνου,
όπερ γίνεται, αποκτά ηδονήν αμεταμέλητον), δύναται να εύρη
παιδιάν μεμετρημένην και φρόνιμον εν τη ζωή του. Ούτω
δε και ημείς τώρα ομοίως οδηγούμενοι, ως πρότερον, θα εκθέ-
σωμεν περί των πραγμάτων τούτων τας εξής πιθανότητας τοιου-
τοτρόπως.
Το ύδωρ, αναμιχθέν με το πυρ, όσον είναι λεπτόν και υγρόν
(και διά την κίνησιν και τον δρόμον, τον οποίον λαμβάνει κυλιό-
μενον επί της γης, λέγεται υγρόν), και μαλακόν συνάμα, διότι
αι βάσεις αυτού, ούσαι ολιγώτερον στερεαί παρά τας βάσεις της
γης, ευκόλως υποχωρούσι, τούτο (το ύδωρ), όταν αποχωρισθέν
Ε. | από του πυρός και από του αέρος μείνη μόνον, γίνεται
ομαλώτερον και διά την αποχώρησιν εκείνην συνωθείται εις
εαυτό· και τοιουτοτρόπως πυκνωθέν, εκείνο όπερ πάσχει τούτο
εις μέγαν βαθμόν υπεράνω της γης λέγεται χάλαζα, το δε επί
της γης παθόν τούτο ονομάζεται κρύσταλλος (πάγος), το δε πα-
θόν εις ολιγώτερον βαθμόν και κατά το ήμισυ μόνον πηχθέν,
τούτο, αν είναι υπεράνω της γης, καλείται χιών, και εάν πυ-
κνωθή επί της γης και γεννάται εκ της δρόσου, λέγεται πάχνη.
Αι δε πολυάριθμοι ποιότητες ύδατος, αι οποίαι είναι ανάμικτοι
60. | μεταξύ των και διυλίζονται διά των φυτών της γης όλαι
ομού λέγονται χυμοί. Ούτοι δε, ένεκα των αναμίξεων, επειδή εί-
ναι έκαστος διάφορος του άλλου, οι μεν περισσότεροι απετέλε-
σαν ανώνυμα είδη, τέσσαρα όμως, τα οποία περιέχουσι πυρ,
επειδή ήσαν μάλλον προφανή, έλαβον ίδια ονόματα· και το μεν
δυνάμενον να θερμαίνη την ψυχήν άμα και το σώμα είναι ο οί-
νος· το δε άλλο, το οποίον είναι λείον και ικανόν να διαστέλλη
την όρασιν και διά τούτο, είναι λαμπρόν κατά την όψιν και φαί-
νεται στιλπνόν και παχύ είναι το ελαιώδες είδος, ήτοι η πίσσα,
Β. | ο χυμός της ρητίνης, αυτό το έλαιον και όσοι άλλοι χυμοί
είναι της αυτής φύσεως. Εκείνο δε το είδος, το οποίον είναι δια-
χυτικόν όσον το επιτρέπει η φύσις του οργανισμού του στόματος,
και διά της ιδιότητος ταύτης παράγει την γλυκύτητα, έλαβεν εν
γένει το όνομα μέλι· και εκείνο, όπερ διαλύει με την καυστικό-
τητα αυτού τας σάρκας και κάμνει αφρόν και καλώς διακρίνεται
από όλους τους άλλους χυμούς, ωνομάσθη οπός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ XXV.
8 of 72
3 pages left
CONTENTS
Chapters
Highlights