ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΔΡΟΥ

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΟΥ

Νομίζω, Φαίδρε, ότι η πρότασις όπως απλώς ετέθη, να εγκωμιάσωμεν δηλαδή τον Έρωτα, δεν ετέθη καλώς, θα είχε καλώς, εάν ο Έρως ήτον ένας. Αλλ' επί του παρόντος δεν είν' ένας. Αφού λοιπόν δεν πρόκειται περί ενός, ορθότερον είνε να ορισθή εκ των προτέρων ποίον εκ των δύο οφείλομεν να επαινέσωμεν. Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω να επανορθώσω τούτο, ορίζων πρώτον ποίον Έρωτα οφείλομεν να επαινέσωμεν και έπειτα προβαίνων εις έπαινον αντάξιον του θεού.

Γνωρίζομεν όλοι ότι Αφροδίτη άνευ Έρωτος δεν υπάρχει. Εάν λοιπόν μία μόνον υπήρχεν Αφροδίτη, και ο Έρως ένας θα ήτον. Αλλ' επειδή υπάρχουν δύο, ανάγκη και δύο Ερώτων. Πώς δε θα ήτο δυνατόν να λεχθή ότι αι θεαί δεν είναι δύο, αφού είνε γνωστόν ότι η μεν μία είναι πρεσβυτέρα και άνευ μητρός, θυγάτηρ του Ουρανού, την οποίαν διά τούτο επονομάζομεν ουρανίαν η δε νεωτέρα, θυγάτηρ του Διός και της Διώνης, την οποίαν καλούμεν πάνδημον. Όθεν αναγκαίως πρέπει και ο Έρως, ο μεν συνεργός της δευτέρας να καλήται ορθώς πάνδημος, ο δε της πρώτης ουράνιος. Και είνε μεν αληθές ότι χρέος έχομεν να επαινούμεν όλους τους θεούς, αλλ' επί του προκειμένου πρέπει να προσπαθήσω να ορίσω τα πρόσωπον το οποίον έλαχεν εις καθένα από τους δύο αυτούς Έρωτας.

Κάθε πράξις αυτή καθ' εαυτήν δεν είνε ούτε καλή ούτε κακή. Λόγου χάριν αυτό που πράττομεν ημείς τόρα, είτε πίνομεν είτε άδομεν είτε διαλεγόμεθα, αυτό καθ' εαυτό κανέν εκ τούτων δεν είνε καλόν, αλλ' εν τι πράξει ημπορεί ν' αποβή τοιούτον, ως εκ του τρόπου κατά τον οποίον επράχθη· καλώς δηλαδή και ορθώς πραττόμενον γίνεται καλόν, μη ορθώς δε αισχρόν. Έτσι λοιπόν και επί του προκειμένου· κάθε έρως δεν είνε καλός και άξιος εγκωμίου, αλλά μόνον ο κινών εις το καλώς αγαπάν. Ο μεν λοιπόν της πανδήμου Αφροδίτης πάνδημος είνε και αυτός και επομένως τυχαία και τα έργα του. Αυτός είνε ο έρως των φαύλων ανθρώπων. Οι τοιούτοι πρώτον μεν αγαπούν αδιακρίτως γυναίκας ή νέους, έπειτα δε αποβλέπουν εις τα σώματα μάλλον των αγαπωμένων παρά εις τας ψυχάς και προτιμούν όντα ανοητότατα, την απόλαυσιν μόνον σκοπούντες και αδιαφορούντες ως προς τον τρόπον. Διά τούτο συμβαίνει εις αυτούς να πράττουν ό,τι τύχη, ομοίως το αγαθόν όπως και το εναντίον. Τούτο προέρχεται και εκ της θεάς, η οποία και νεωτέρα πολύ της άλλης είνε και, ως εκ του τρόπου της γεννήσεώς της, μετέχει και άρρενος και θήλεος. Ενώ ο έρως της ουρανίας Αφροδίτης αντικείμενον έχει μόνον το άρρεν πρώτον διότι η θεά αυτή δεν μετέχει θήλεος, αλλά μόνον άρρενος· έπειτα διότι είναι πρεσβυτέρα, επομένως απηλλαγμένη ακολάστων ορμών. Όθεν και οι εκ του έρωτος τούτου εμπνεόμενοι τρέπονται προς το άρρεν, το φύσει ρωμαλεώτερον και μάλλον νουν έχον αγαπώντες. Δεν είνε δε δύσκολον να διακρίνη τις και εις την παιδεραστίαν αυτήν τους ειλικρινώς εκ του έρωτος τούτου ορμωμένους· διότι οι τοιούτοι δεν αγαπούν τα παιδία παρά μόνον αφού εκ της ηλικίας ο νους αυτών αναπτυχθή επαρκώς, τούτο δε συμπίπτει σχεδόν με την εμφάνισιν των πρώτων τριχών του γενείου. Και αιτία τούτου είνε, νομίζω, ότι οι εντεύθεν αρχίζοντες ν' αγαπούν αποβλέπουν εις συναναστροφήν και συμβίωσιν δι' όλην την ζωήν και όχι εις το να εξαπατήσουν και κατακτήσουν ένα νέον επωφελούμενοι της αφροσύνης αυτού, διά να τον αφήσουν έπειτα περιπαίζοντες και τρεπόμενοι εις αναζήτησιν άλλου. Έπρεπε μάλιστα να υπάρχη και νόμος απαγορεύων τον έρωτα προς παιδία, διά να μη σπαταλάται πολύς ζήλος εις πράγμα άδηλον. Διότι άδηλον είνε πού θα καταλήξη η παιδική ηλικία, εις αρετήν ή εις κακίαν ψυχής τε και σώματος. Και οι μεν αγαθοί τον νόμον αυτόν θέτουν εκουσίως αυτοί εις εαυτούς, αλλά και οι πάνδημοι ερασταί έπρεπε ν' αναγκάζωνται να κάμνουν το ίδιον, απαράλλακτα όπως αναγκάζομεν αυτούς να μην αγαπούν και τας ελευθέρας γυναίκας καθ' όσον ημπορούμεν (8). Διότι εις αυτούς οφείλεται και το όνειδος του ότι μερικοί τολμούν να λέγουν ότι είνε αισχρόν το χαρίζεσθαι εις εραστάς. Οι λέγοντες έχουν υπ' όψιν τούτους, βλέποντες το παράκαιρον και άδικον των ερώτων αυτών, ενώ βεβαίως ό,τι δήποτε γίνεται κοσμίως και νομίμως δεν ημπορεί να θεωρηθή ψεκτόν. Διά τούτο και τα περί τον έρωτα κρατούντα εις μεν τας άλλας πόλεις είνε ευκόλως νοητά, διότι τα περί τούτου έχουν ορισθή κατά τρόπον απλούν ενώ τα ενταύθα και εν Λακεδαίμονι ισχύοντα ημπορούν να ερμηνευθούν διαφοροτρόπως· Εις την Ήλιδα λόγου χάριν και εις την Βοιωτίαν, και όπου αλλού οι άνθρωποι δεν είνε έμπειροι εις την τέχνην του λέγειν, δέχονται απλώς ότι καλόν το χαρίζεσθαι εις εραστάς, και κανείς ούτε νέος ούτε γέρων δεν ήθελεν ειπή ότι είνε αισχρόν· και τούτο, φρονώ, διά να μη απαντούν δυσκολίας προσπαθούντες διά του λόγου να πείθουν τους νέους, ως μη δυνατοί εις το λέγειν ενώ εις την Ιωνίαν και εις πολλά άλλα μέρη διατελούντα υπό τους βαρβάρους νομίζεται αισχρόν. Άλλως εις τους βαρβάρους, ένεκα του τυραννικού πολιτεύματος, και τούτο νομίζεται αισχρόν και αυτή η φιλοσοφία και η αγάπη προς την γυμναστικήν· και τούτο, νομίζω, διότι δεν συμφέρει εις τους άρχοντας να μορφόνωνται εις τας ψυχάς των αρχομένων φρονήματα γενναία, ούτε φιλίαι ισχυραί και κοινωνικοί δεσμοί. Εμπράκτως δε έμαθον τούτο και οι ενταύθα τύραννοι· διότι ο έρως του Αριστογείτονος και η φιλία του Αρμοδίου σταθερά γενομένη κατέλυσε την αρχήν αυτών. Κατά ταύτα, όπου μεν νομίζεται ως αισχρόν το χαρίζεσθαι εις εραστάς, αιτία είνε η κακία των ορισάντων τούτο, δηλαδή των μεν αρχόντων η πλεονεξία, των δε αρχομένων η ανανδρία· όπου δε απλώς ενομίσθη ως καλόν, αιτίαν η γνώμη αύτη έχει την διανοητικήν νωθρείαν. Πολύ λογικώτερα έχουν κανονισθή παρ' ημίν τα περί τούτου, και διά τούτο, όπως είπον, δεν είνε ευκόλως νοητά.

Τωόντι· από το ένα μέρος λέγεται ότι είνε καλύτερον ν' αγαπά κανείς φανερά παρά κρυφίως, και μάλιστα τους γενναιοτάτους και αρίστους, και ασχημότεροι από άλλους εάν είνε. Είνε δε άξιον προς τούτοις θαυμασμού ότι όλοι ενθαρρύνουν τον ερώντα μη θεωρούμενον ως πράττοντα κακόν τι, και η μεν επιτυχία του θεωρείται ως κάτι καλόν, η δε αποτυχία του ως κακόν, και προς επιχείρησιν τοιαύτης κατακτήσεως η κοινή γνώμη θεωρεί άξιον επαίνου τον εραστήν προβαίνοντα εις έργα θαυμαστά, τα οποία εάν τις ήθελε τολμήσει επιδιώκων και θέλων να κατορθώση άλλο τι εκτός τοιούτου φιλοσοφικού σκοπού, ήθελεν επισύρει καθ' εαυτού το όνειδος και την καταφρόνησιν· διότι εάν κανείς, είτε χρήματα επιθυμών να λάβη παρά τινος είτε πολιτικήν εξουσίαν να επιτύχη ή άλλην τινά δύναμιν, ήθελε προβή εις πράξεις ομοίας εκείνων εις τας οποίας προβαίνουν οι ερασταί των νέων, ταπεινάς παρακλήσεις και ικεσίας εν ανάγκη μετερχόμενοι και όρκους ομνύοντες και εις τας θύρας κοιμώμενοι και εις ταπεινώσεις δουλικάς φθάνοντες τοιαύτας οποίας ούτε δούλος ουδείς θα κατεδέχετο, και από φίλους και από εχθρούς θα εμποδίζετο να προβή εις τοιαύτα έκτροπα, τούτων μεν ονειδιζόντων αυτόν ως κόλακα και ανελεύθερον, εκείνων δε νουθετούντων και εντρεπομένων διά λογαριασμόν του ενώ εις τον ερώντα όλ' αυτά του χαρίζονται και του επιτρέπεται να τα κάνη χωρίς όνειδος, ωσάν να διέπραττε πάγκαλόν τι πράγμα. Εκείνο δε που είνε θαυμαστότερον ακόμη, είνε ότι, κατά την γνώμην των πολλών, και παραβαίνων τον δοθέντα όρκον ο εραστής, συγχωρείται, μόνος αυτός, υπό των θεών· διότι, λέγουν, αφροδίσιος όρκος δεν υπάρχει. Τοιουτοτρόπως και οι θεοί και οι άνθρωποι παρέχουν πάσαν εξουσίαν εις τον ερώντα, κατά τα εδώ κρατούντα. Εκ τούτων λοιπόν θα ενόμιζε κανείς ότι εις την πόλιν μας πάγκαλον θεωρείται, και το εράν και το φίλους γίνεσθαι των εραστών. Από το άλλο όμως μέρος, όταν ιδή κανείς ότι οι πατέρες προσλαμβάνουν παιδαγωγούς και δεν επιτρέπουν εις τους αγαπωμένους να συνομιλούν με τους εραστάς και ότι τοιαύτη παραγγελία δίδεται ρητώς εις τον παιδαγωγόν, οι δε συνομίλικοι και οι φίλοι ονειδίζουν εάν βλέπουν τοιούτον τι γινόμενον, και ότι πάλιν οι πρεσβύτεροι δεν εμποδίζουν τους ονειδίζοντας ούτε τους επιτιμούν ως μη ορθά λέγοντας, τότε θα σχηματίση την ιδέαν ότι το πράγμα θεωρείται εδώ ως αισχρότατον.

Τούτο εξηγείται, νομίζω, ως εξής· το πράγμα δεν είνε απλούν, διότι, όπως εξ αρχής ελέχθη, δεν είνε αυτό καθ' εαυτό ούτε καλόν ούτε κακόν, αλλά καλώς μεν πραττόμενον καλόν, αισχρώς δε αισχρόν. Αισχρώς μεν λοιπόν πραττόμενον είνε το χαρίζεσθαι εις πονηρούς και πονηρώς, καλώς δε το χαρίζεσθαι εις χρηστόν και εξ αγαθής προαιρέσεως. Πονηρός δε είνε ο εραστής εκείνος ο πάνδημος, ο του σώματος μάλλον ή της ψυχής ερών, όστις επομένως ουδέ μόνιμος είνε, ως ερών πράγματος μη μονίμου· διότι ούτος, άμα η νεανική ανθηρότης του σώματος, το οποίον μόνον ηγάπα, λήξη, γίνεται άφαντος παραβαίνων αισχρότατα όλους τους λόγους και τας υποσχέσεις του· ενώ ο το ηθικόν αγαπών και εις το χρηστόν τούτου αποβλέπων μένει εραστής διά βίου, ως συνδεθείς με πράγμα μόνιμον. Αυτό λοιπόν θέλει η εδώ κρατούσα γνώμη να βασανίζεται, και εις μεν τούτους να χαρίζεται ο νέος, τους δε πρώτους ν' αποφεύγη. Και διά τούτο επιβάλλει να επιδιώκεται μεν ο ένας έρως, να φεύγεται δε ο άλλος, παρέχουσα ούτω στάδιον εις βάσανον και διάκρισιν περί του εις ποίαν εκ των δύο αυτών τάξεων ανήκει τόσον ο ερών όσον και ο ερώμενος. Αυτή δε είνε η αιτία διά την οποίαν πρώτον μεν αισχρόν νομίζεται το να παραδίδεται τις ταχέως, διά να μεσολαβή ούτω χρόνος αρκετός ώστε να θεωρήται ότι το πράγμα εβασανίσθη καλώς· έπειτα αισχρόν επίσης το να παραδίδεται τις διά χρήματα ή εις ισχυρόν τινα, είτε διότι κατατρεχόμενος εφοβήθη και δεν εγκαρτέρησεν, είτε διότι ευεργετούμενος με χρήματα ή πολιτικά υπουργήματα δεν κατεφρόνησεν αυτά· διότι ευλόγως κανέν εξ όλων αυτών δεν θεωρείται ούτε ασφαλές ούτε μόνιμον, όταν δεν αποτελούν την βάσιν γενναίας φιλίας. Μία επομένως υπολείπεται οδός κατά τα ιδικά μας ήθη, όπως ο νέος παράσχη εντίμως την εύνοιάν του εις ένα εραστήν. Διότι κατ' αυτά, όπως εις τους εραστάς επετράπη να υποβάλλωνται εις οιανδήποτε δουλείαν θέλουν χάριν του αγαπωμένου νέου, χωρίς τούτο να θεωρήται ως κολακεία ή ως πράξις επονείδιστος, κατά τον ίδιον τρόπον και άλλη μία μόνη δουλεία εκούσιος υπολείπεται μη θεωρουμένη επονείδιστος· και αυτή είνε η αποβλέπουσα εις την αρετήν.

Διότι παρ' ημίν, εάν τις περιποιέται άλλον αγόμενος εκ του πόθου και φρονών ότι θα γείνη τοιουτοτρόπως τελειότερος είτε ως προς ωρισμένον είδος γνώσεως είτε ως προς οιονδήποτε άλλο μέρος αρετής, η τοιαύτη επίσης εθελοδουλεία δεν θεωρείται αισχρότης ουδέ κολακεία. Πρέπει δε βεβαίως να υπάρχη πλήρης σύμπτωσις υποχρεώσεων και από τα δύο μέρη, δηλαδή μεταξύ παιδεραστού και έπιδιώκοντος φιλοσοφίαν ή άλλην αρετήν, διά να κριθή ως καλώς παραχωρηθείσα η εύνοια ενός νέου προς εραστήν. Όταν λοιπόν υπάρχη μεταξύ εραστού και νέου η σύμπτωσις αυτή των βουλήσεων, έκαστος δε αυτών έχη ως κανόνα, ο μεν ένας ότι εξυπηρετών εις ό,τι δήποτε τον χαρισθέντα νέον δικαίως τον εξυπηρετεί, ο δε άλλος ότι καθήκον επίσης έχει να παρέχη τας εκδουλεύσεις του εις τον ποιούντα αυτόν σοφόν και αγαθόν, και όταν ο μεν πρώτος είνε αληθώς ικανός να συμβάλη εις φρόνησιν και την άλλην αρετήν, ο δε άλλος έχη πραγματικώς τον πόθον ν' αποκτήση παίδευσιν και την άλλην σοφίαν, όταν, λέγω, όλοι αυτοί οι όροι συμπέσουν, τότε, και μόνον τότε, ημπορεί να λεχθή δι' ένα νέον ότι καλώς έπραξε χαρισθείς εις εραστήν, και ποτέ άλλοτε. Εις την περίστασιν δε αυτήν και το να εξαπατηθή κανείς δεν είνε διόλου αισχρόν· ενώ κάθε άλλη περίπτωσις φέρει αισχύνην εις τον νέον είτε εξαπατώμενον είτε μη. Εάν τις δηλαδή, χαρισθείς ένεκα πλούτου εις εραστήν τον οποίον νομίζει πλούσιον, ήθελεν εξαπατηθή και δεν λάβει χρήματα, του εραστού αποδειχθέντος πένητος, το πράγμα δεν είνε ολιγώτερον αισχρόν διότι ο τοιούτος θεωρείται ως αποδείξας το καθ' εαυτόν ότι ένεκα χρημάτων είνε έτοιμος να προσφέρη οποιασδήποτε υπηρεσίας και εις οποιονδήποτε, τούτο δε δεν είνε διόλου καλόν. Κατά τον αυτόν λόγον καλή και έντιμος η απάτη του χαρισθέντος με την ιδέαν ότι ο εραστής είνε αγαθός και ότι διά της φιλίας τούτου θα γείνη καλύτερος, ενώ αυτός απεδείχθη αισχρός και χωρίς αρετήν· διότι και ούτος πάλιν θεωρείται ως εκδηλώσας το καθ' εαυτόν ότι χάριν αρετής και διά να γείνη καλύτερος ήθελε φανή πρόθυμος εις καθένα και διά κάθε τι, τούτο ο εξ εναντίας κάλλιστον πάντων. Τοιουτοτρόπως καλόν πάντως το χαρίζεσθαι αρετής ένεκα. Αυτός είνε ο της ουρανίας θεάς έρως, έρως ουράνιος και πολύτιμος εις άτομα και εις πολιτείας, ως αναγκάζων εις προσπάθειαν και επιμέλειαν προς αρετήν τον τε ερώντα και τον ερώμενον αμοιβαίως· όλοι δε οι άλλοι έρωτες είνε της πανδήμου Αφροδίτης.

Αυτά, ω Φαίδρε, συνεισφέρω εκ του προχείρου διά τον Έρωτα.

Του Παυσανίου παύσαντος — διά να μεταχειρισθώ ταυτολεξίαν (9), όπως συμβουλεύουν οι σοφοί — εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ήτο μεν η σειρά του Αριστοφάνους να ομιλήση, αλλ' επειδή ούτος, είτε ένεκα της πολυφαγίας είτε δι' άλλον λόγον, είχε πάθει λόξυγκα και δεν ημπορούσε να ομιλήση, αποταθείς προς τον ιατρόν Ερυξίμαχον ο οποίος ήτον ξαπλωμένος πλησίον του,

 — Ερυξίμαχε, είπεν, οφείλεις ή να μου παύσης τον λόξυγκα ή να ομιλήσης συ εις την θέσιν μου έως ότου να παύση.

 — Θα κάμω και το ένα και το άλλο, είπεν ο Ερυξίμαχος. Δηλαδή εγώ μεν θα ομιλήσω εις την θέσιν σου, συ δε εις την ιδικήν μου, όταν το κακόν περάση· εφ' όσον δε εγώ ομιλώ, αν μεν προτιμάς, κράτησε την αναπνοήν σου αρκετήν ώραν και ο λόξυγκας θα παύση· ειδεμή, γαργαρίσου με ολίγον νερόν. Αν δε είνε πολύ δυνατός, γαργάλισε την μύτη σου με κάτι τι ώστε να πταρνισθής. Όταν το κάμης αυτό μίαν ή δύο φοράς, όσον δυνατός και αν είνε θα παύση.

 — Σπεύσε λοιπόν ν' αρχίσης, είπεν ο Αριστοφάνης· εγώ δε θ' ακολουθήσω τας συμβουλάς σου.

Ωμίλησε τότε ο Ερυξίμαχος ως εξής:

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΥΞΙΜΑΧΟΥ
29 of 85
5 pages left
CONTENTS
Chapters
Highlights