***

ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
Ή
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Πρώτον
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ
ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ

Έπειτα

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ
ΑΓΑΘΩΝ
ΦΑΙΔΡΟΣ
ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ
ΕΡΥΞΙΜΑΧΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ

***


Απολλόδωρος

Νομίζω πως δεν είμαι αμελέτητος εις όσα μ' ερωτάτε. Και να σας ειπώ πώς. Πρό τινος, ενώ ανέβαινα από την οικίαν μου εκ Φαλήρου εις το άστυ, κάποιος εκ των γνωρίμων μου ερχόμενος όπισθέν μου και αναγνωρίσας με από μακράν:

 — Αι Φαληρεύ, εφώναξεν ευθύμως, συ Απολλόδωρε, δεν με περιμένεις κ' εμένα;

Εστάθηκα και επερίμενα. Και αυτός:

 — Απολλόδωρε, είπεν, ακριβώς σε εζήτουν τόρα εσχάτως θέλων να μάθω τα περί έρωτος λεχθέντα εις του Αγάθωνος μεταξύ αυτού, του Σωκράτους, του Αλκιβιάδου και των άλλων παρευρεθέντων τότε εις το σύνδειπνον. Κάποιος μου διηγείτο τα περί τούτου, ακούσας αυτά από τον Φοίνικα του Φιλίππου, μου είπε δε ότι και συ τα γνωρίζεις· αλλά δεν ημπόρεσε να μου ειπή τίποτε θετικόν. Να μου τα διηγηθής λοιπόν συ, ο οποίος άλλως έχεις χρέος περισσότερον από κάθε άλλον να διηγηθής τους λόγους του φίλου σου. Αλλά προτύτερα ειπέ μου, επρόσθεσεν, εις την συνομιλίαν αυτήν παρευρέθης συ ο ίδιος ή όχι;

 — Φαίνεται, είπον εγώ τότε, ότι αυτός που σου διηγήθη το πράγμα δεν σου είπε τίποτε σωστόν, αφού νομίζεις την συνομιλίαν αυτήν ως γενομένην τόρα εσχάτως, ώστε να ήτο δυνατή και η ιδική μου παρουσία εις αυτήν.

 — Έτσι ενόμιζα.

 — Πώς, ω Γλαύκων, είπον εγώ, δεν ηξεύρεις ότι ο Αγάθων από πολλών ετών δεν έχει πατήσει εδώ; Αφ' ότου δ' εγώ συναναστρέφομαι τον Σωκράτη και παρακολουθώ επιμελώς καθ' ημέραν τα υπ' αυτού λεγόμενα ή πραττόμενα δεν είνε ακόμη τρία έτη. Προ τούτου πλανώμενος εις την τύχην και νομίζων ότι κάτι κάνω, ήμην ο αθλιώτερος των ανθρώπων, όπως και συ τόρα, που νομίζεις ότι κάθε άλλη ενασχόλησις είνε προτιμοτέρα από την φιλοσοφίαν.

Και εκείνος:

 — Άφησε την κοροϊδείαν, είπε, και ειπέ μου πότε έγεινεν η συνομιλία αυτή.

Του είπον εγώ τότε, ότι το πράγμα συνέβη όταν ημείς ήμεθα παιδία ακόμη, δηλαδή την επομένην της ημέρας κατά την οποίαν ο Αγάθων, νικήσας με την πρώτην του τραγωδίαν, εώρταζε τα επινίκια αυτός τε και οι λαβόντες μέρος εις τον χορόν.

 — Ώστε η ιστορία είνε πολύ παλαιά, ως φαίνεται. Αλλά ποιος σου διηγήθη το πράγμα; ή μήπως ο ίδιος ο Σωκράτης;

 — Όχι μα τον Δία, είπον εγώ, αλλ' εκείνος που τα είπε και εις τον Φοίνικα, δηλαδή ένας κάποιος Αριστόδημος Κυδαθηναιεύς, ένας κοντούλης και ξυπόλυτος πάντοτε. Αυτός ήτον, όπως εγώ νομίζω, ένας από τους θερμοτέρους της εποχής εκείνης θαυμαστάς του Σωκράτους και ήτο παρών κατά την συναναστροφήν. Αλλ' όμως και τον Σωκράτη ερώτησα διά μερικά πράγματα εξ όσων ήκουσα παρ' εκείνου, εσυμφώνει δε και αυτός με την αφήγησιν του Αριστοδήμου.

 — Μα τότε λοιπόν, μου λέγει, τι κάθεσαι και δεν μου τα διηγήσαι; Ο δρόμος που έχομεν να κάμωμεν έως το άστυ είνε περίστασις καταλληλοτάτη και διά να μου τα διηγηθής και δι' εμέ να σ' ακούω.

Και έτσι βαδίζοντες ηρχίσαμεν την περί του αντικειμένου αυτού ομιλίαν. Και δι' αυτό εις την αρχήν σας είπα ότι δεν είμαι αμελέτητος ως προς αυτό. Εάν λοιπόν θέλετε να διηγηθώ και εις σας την ιστορίαν αυτήν, θα το κάμω ευχαρίστως· διότι δι' εμέ είναι μεγάλη ευχαρίστησις να ομιλώ ή ν' ακούω άλλους ομιλούντας επί φιλοσοφικών θεμάτων, και τούτο ανεξαρτήτως της ωφελείας την οποίαν νομίζω ότι πορίζομαι εκ τοιούτων λόγων· ενώ όταν ακούω άλλα θέματα ομιλίας, οποία άλλως και τα συνήθη ιδικά σας υμών των πλουσίων και περί τα χρηματικά καταγινομένων, και εγώ στενοχωρούμαι και σας τους φίλους μου οικτείρω, διότι νομίζετε ότι κάτι κάνετε χωρίς να κάνετε τίποτε. Ίσως και σεις πάλιν να με ευρίσκετε άξιον οίκτου, και δεν νομίζω ότι έχετε άδικον να έχετε τοιαύτην ιδέαν. Με την διαφοράν ότι εγώ δεν το νομίζω απλώς, αλλ' είμαι βέβαιος ότι είσθε άξιοι οίκτου.

Φίλος του Απολλοδώρου

Ο ίδιος είσαι πάντοτε Απολλόδωρε. Πάντοτε κακολογείς και τον εαυτόν σου και τους άλλους, και μου φαίνεται ότι νομίζεις τωόντι αθλίους όλους τους ανθρώπους εκτός του Σωκράτους, αρχίζων από τον εαυτόν σου. Και δεν γνωρίζωμεν διατί σε επωνόμασαν μανιακόν, αλλ' εις τους λόγους είσαι πάντοτε τοιούτος· εξαγριώνεσαι κατά του εαυτού σου και των άλλων εκτός του Σωκράτους.

Απολλόδωρος

Φανερόν λοιπόν εκ τούτου ότι ούτω διανοούμενος και διά τον εαυτόν μου και διά σας, μαίνομαι και παραπαίω. Δεν είν' έτσι, φίλτατε;

Φίλος του Απολλοδώρου

Δεν αξίζει τον κόπον, Απολλόδωρε, να φιλονεικήσωμεν δι' αυτό. Άφησέ τα λοιπόν αυτά και διηγήσου μας εκείνο που σ' επαρακαλέσαμεν, δηλαδή τα περί έρωτος λεχθέντα εις του Αγάθωνος.

Απολλόδωρος

Να σας ειπώ επάνω κάτω τι ελέχθη. Αλλά καλύτερα να προσπαθήσω να σας εκθέσω τα πράγματα εξ αρχής, όπως και ο Αριστόδημος τα διηγήθη εις εμένα.

Μου είπε λοιπόν ότι έτυχε ν' απαντήση τον Σωκράτη λουσμένον και φορούντα εις τους πόδας τα σανδάλια, πράγμα το οποίον εκείνος δεν έκανε συχνά, εις την ερώτησίν του δε πού πηγαίνει έτσι καλλωπισμένος,

 — Πηγαίνω να δειπνήσω εις του Αγάθωνος, είπε. Χθες απέφυγα να παρευρεθώ κατά την εορτήν των επινικίων, φοβηθείς τον όχλον· σήμερα όμως του υποσχέθηκα ότι θα υπάγω. Αυτός είναι ο λόγος που εκαλλωπίσθην, διά να μεταβώ ωραίος προς ωραίον. Αλλά τι ιδέαν έχεις, επρόσθεσε, αν σου επρότεινα να έλθης και συ εις το δείπνον απρόσκλητος;

 — Όπως ορίζεις, απήντησεν ο Αριστόδημος.

 — Ακολούθει με λοιπόν, εξηκολούθησεν ό Σωκράτης, διά να χαλάσωμεν και την παροιμίαν μεταβάλλοντες αυτήν και αποδεικνύοντες επομένως ότι και εις των αγαθών το τραπέζι πηγαίνουν απρόσκλητοι αγαθοί (6). Άλλως και ο Όμηρος την παροιμίαν αυτήν κινδυνεύει όχι μόνον να την χαλάση, αλλά και να την εξευτελίση· διότι αφού παρέστησε τον μεν Αγαμέμνονα ως ένα εξαιρετικώς γενναίον πολεμιστήν, τον δε Μενέλαον ως μαλθακόν μαχητήν, εορτάζοντος και ευωχουμένου του Αγαμέμνονος, παρουσιάζει τον Μενέλαον ως απρόσκλητον ελθόντα εις το τραπέζι, δηλαδή ένα άνθρωπον κατώτερον εις το τραπέζι του πολύ καλυτέρου του.

 — Ίσως λοιπόν και εγώ να κινδυνεύσω, παρετήρησε τότε ο Αριστόδημος, αλλ' όχι όπως συ λέγεις τα πράγματα, αλλά σύμφωνα με τον Όμηρον, δηλαδή μικρός και άσημος εγώ, να μεταβώ απρόσκλητος εις το τραπέζι ενός σοφού ανδρός. Συ λοιπόν ο οποίος με πέρνεις μαζή σου πρέπει και να με δικαιολογήσης, διότι εγώ δεν θα ομολογήσω ότι επήγα απρόσκλητος, αλλά θα ειπώ ότι μ' επροσκάλεσες συ.

 — Είμεθα δύο, απήντησεν ο Σωκράτης, και είτε ο ένας είτε ο άλλος θα εύρωμεν τι να ειπούμεν. Αλλ' ας πηγαίνωμεν.

Τοιαύτα περίπου ειπόντες, επηγαίναμεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος. Ο Σωκράτης εν τούτοις γενόμενος σκεπτικός καθ' οδόν έμενεν οπίσω, όταν δε εστάθηκα διά να τον περιμένω, μου επαράγγειλε να προχωρήσω εμπρός. Έτσι έφθασα εις την οικίαν του Αγάθωνος, όπου ευρήκα την θύραν ανοικτήν. Μου συνέβη μάλιστα και κάτι νόστιμον· ένας δούλος του Αγάθωνος ήλθεν από μέσα εις προϋπάντησίν μου και με ωδήγησεν αμέσως εκεί όπου ευρίσκοντο ξαπλωμένοι και οι άλλοι, περιμένοντες ν' αρχίση το δείπνον. Μόλις δε με είδεν ο Αγάθων,

 — Αριστόδημε, είπεν, εις καλήν ώραν ήλθες διά να δειπνήσης μαζή μας· εάν όμως ήλθες δι' άλλο πράγμα, ας το αναβάλωμεν δι' άλλοτε. Σ' εζήτησα και χθες διά να σε προσκαλέσω, αλλ' εστάθη αδύνατον να σε ιδώ. Αλλά πώς δεν μας φέρεις και τον Σωκράτη;

Τότε εγώ στραφείς, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, είδα ότι ο Σωκράτης δεν με είχεν ακολουθήσει. Είπα λοιπόν ότι ηρχόμην μαζή με τον Σωκράτη ο οποίος και μ' επροσκάλεσεν εις το δείπνον.

 — Έκαμες πολύ καλά να έλθης, είπεν ο Αγάθων· αλλά πού είναι ο Σωκράτης;

 — Ήρχετο κατόπιν μου και θαυμάζω και εγώ τι να έγεινε.

 — Αί! παιδί, είπεν ο Αγάθων αποτεινόμενος προς ένα δούλον, δεν κυττάζεις πού να είναι ο Σωκράτης και να τον φέρης μέσα; Συ δε, Αριστόδημε, ξαπλώσου κοντά εις τον Ερυξίμαχον·

Και διέταξε τον δούλον να μου πλύνη τους πόδας διά να ξαπλωθώ. Ελθόντος δ' εν τω μεταξύ άλλου δούλου, όστις ανήγγειλεν ότι ο Σωκράτης είχε παραμερίσει και εστέκετο εις το πρόθυρον της γειτονικής οικίας και ότι, μολονότι τον εκάλεσε, δεν ήθελε να έμβη μέσα,

 — Παράξενον, είπεν, αυτό πού λέγεις. Πήγαινε πάλιν να τον καλέσης και να μη τον αφήσης έως ότου να έλθη.

Αλλ' ο Αριστόδημος τότε παρεμβάς,

 — Όχι, είπεν· αφήσατέ τον ήσυχον. Αυτό του συμβαίνει συχνά, ν' απομακρύνεται δηλαδή και να σταματά όπου τύχη. Έπειτα από ολίγον θα έλθη, όπως εγώ νομίζω. Μη τον ενοχλήτε λοιπόν, αλλ' αφήσατέ τον.

 — Ας γείνη έτσι, είπεν ο Αγάθων, αφού αυτή είνε η γνώμη σου. Αλλά δι' ημάς τους άλλους, παιδιά, δόστε μας να φάγωμεν. Φέρετε ό,τι θέλετε, ωσάν να μη περιμένετε διαταγάς από κανένα, πράγμα το όποιον δεν έκαμα ποτέ μου. Να μας θεωρήσετε λοιπόν κ' εμένα και τους άλλους εδώ ωσάν ιδικούς σας προσκαλεσμένους και να μας περιποιηθητε διά να σας επαινέσωμεν και ημείς.

Και ημείς μεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ηρχίσαμεν να τρώγωμεν, αλλ' ο Σωκράτης δεν ήρχετο. Ο Αγάθων πολλάκις ηθέλησε να στείλη να τον καλέσουν, αλλ' εγώ δεν τον άφινα. Τέλος ήλθε και ο Σωκράτης, αφού αργοπόρησεν ολίγον κατά την συνήθειάν του, ευρών ημάς εις το μέσον του δείπνου. Τότε ο Αγάθων, όστις ήτον ξαπλωμένος τελευταίος και μόνος,

 — Έλα, είπε, Σωκράτη, και ξαπλώσου κοντά μου διά ν' απολαύσω κ' εγώ τας σοφάς ιδέας αι οποίαι σου κατέβηκαν εις τα πρόθυρα· διότι είναι φανερόν ότι ευρήκες αυτό που εζήτεις και το κρατείς, αλλέως θα ευρίσκεσο ακόμη εις την ιδίαν θέσιν.

Ό Σωκράτης εκάθησε πρώτα και έπειτα είπεν:

 — Είθε, ω Αγάθων, η σοφία να ήτο κάτι το οποίον νάρθη από τον πλέον γεμάτον εις τον πλέον αδειανόν από ημάς, όταν ευρισκόμεθα εις επαφήν ο ένας με τον άλλον, όπως το νερόν των ποτηριών που τρέχει από το πλέον γεμάτον εις το πλέον αδειανόν διά μέσου των μαλλιών. Αν και η σοφία ήτον έτσι, τότε εγώ θα ήμουν ευτυχής ξαπλωνόμενος κοντά σου· διότι νομίζω ότι από σένα θα γεμίσω με πολλήν και καλήν σοφίαν. Ως προς την ιδικήν μου, και μικρή είνε και αμφισβητήσιμος, κάτι ωσάν όνειρον· ενώ η ιδική σου και λαμπρά είνε και σφριγώσα εις προκοπήν, εξέλαμψε δε από σένα, νέον ακόμη όντα, και καταφανής έγεινε προ ολίγου ενώπιον τριάντα, χιλιάδων Ελλήνων ως μαρτύρων.

 — Κοροϊδεύεις, Σωκράτη, είπεν ο Αγάθων. Αλλ' αυτά ας τ' αφήσωμεν δι' έπειτα πού θα κριθώμεν εγώ και συ περί της σοφίας μεταχειριζόμενοι ως δικαστήν τον Διόνυσον (7)· αλλά τόρα άρχισε πρώτα να τρώγης.

Μετά ταύτα, κατακλιθέντος του Σωκράτους, αφού εδείπνησαν όλοι, έκαμαν σπονδάς, έψαλαν τον θεόν και έγειναν όλα τάλλα τα συνηθιζόμενα, ήλθεν η σειρά να πίουν. Τότε ο Παυσανίας έλαβε τον λόγον και είπε τα εξής·

 — Καλόν είνε να σκεφθώμεν πρώτα κατά ποίον τρόπον ολιγώτερον βλαπτικόν θα πίωμεν. Εγώ τουλάχιστον ομολογώ ότι δεν είμαι διόλου καλά έπειτα από τον χθεσινόν πότον και έχω ανάγκην κάποιας αναψυχής, νομίζω δε ότι την αυτήν ανάγκην αισθάνεσθε και οι περισσότεροι από σας, διότι και χθες μαζή ήμεθα. Σκεφθήτε λοιπόν ποίος είνε ο καλύτερος τρόπος διά να μη το χαλάσωμεν και πάλιν.

 — Πολύ σωστά λέγεις, Παυσανία, ότι μας χρειάζεται χωρίς άλλο κάποια ανάπαυλα εις την πόσιν, είπε τότε ο Αριστοφάνης· διότι κ' εγώ είμαι από τους βαπτισμένους της χθες.

 — Βεβαίως σωστόν είνε αυτό που λέγετε, είπε τότε Ερυξίμαχος ο Ακουμενού. Μένει μόνον ν' ακούσωμεν την γνώμην του Αγάθωνος. Αντέχει να πίη;

 — Καθόλου. Ούτ' εγώ δεν βαστώ, απήντησεν ο Αγάθων.

 — Τότε τόσον το καλύτερον δι' ημάς τους άλλους, επανέλαβεν ο Ερυξίμαχος, δηλαδή εμένα, τον Αριστόδημον και τον Φαίδρον, αν σεις οι δυνατώτατοι εις το πίνειν αποκάματε· διότι ημείς πάντοτε δεν είμεθα δυνατοί πόται. Διά τον Σωκράτη δεν λέγω τίποτε, διότι αυτός είνε ικανός και διά τα δύο, επομένως είτε το ένα κάμωμεν είτε το άλλο, του είνε το ίδιον. Επειδή λοιπόν μου φαίνεται ότι κανείς από ημάς δεν έχει όρεξιν να πίη πολύ, θα είμαι ολιγώτερον αηδής εάν σας ειπώ τι πράγμα είνε η μέθη. Κατάδηλον νομίζω εκ της ιατρικής μου πείρας ότι η μέθη είνε μέγα κακόν διά τους ανθρώπους. Και διά τούτο ούτ' εγώ πίνω, όταν ημπορώ ν' απέχω, ούτε εις άλλον θα συμβουλεύσω τοιούτον τι, και μάλιστα διατελούντα εις καρηβαρίαν από μέθην της προτεραίας.

 — Ως προς εμέ, υπέλαβε τότε Φαίδρος ο Μυρρινούσιος, συνηθίζω να πείθωμαι εις ό,τι λέγεις προκειμένου περί ιατρικής· αλλά τόρα βλέπω ότι και οι άλλοι είνε σύμφωνοι με την γνώμην σου.

Αφού ελέχθησαν αυτά, ενεκρίθη από όλους η ιδέα να διεξαχθή η συναναστροφή χωρίς μέθην και να πίνουν απλώς προς τέρψιν.

 — Αφού λοιπόν είμεθα σύμφωνοι, επανέλαβεν ο Ερυξίμαχος, ότι καθένας είνε ελεύθερος να πίνη όσον θέλει, χωρίς να εξαναγκάζεται, προτείνω την μεν αυλητρίδα που ήλθε προ ολίγου να την αφήσωμεν να πηγαίνη στο καλόν. Ας παίξη με τον αυλόν της να διασκεδάση μόνη της, ή αν θέλη ας παίξη να διασκεδάση τας γυναίκας μέσα· ημείς δε ας περιορίσωμεν την συναναστροφήν μας σήμερον εις συνομιλίαν. Έχω μάλιστα να σας προτείνω και θέμα ομιλίας, αν θέλετε.

Και επειδή όλοι απήντησαν ότι θέλουν και τον επαρακάλουν να εισηγηθή το θέμα,

 — Αρχίζω λοιπόν, επανέλαβεν ο Ερυξίμαχος, κατά τον τρόπον της Μελανίππης του Ευριπίδου: Ό,τι θα σας ειπώ δεν είνε ιδικόν μου, αλλά του Φαίδρου αυτού εδώ. Ο Φαίδρος λοιπόν μου λέγει με αγανάκτησιν κάθε φοράν: Δεν είνε παράξενον, Ερυξίμαχε, ότι εις όλους μεν σχεδόν τους άλλους θεούς έχουν γείνει ύμνοι και παιάνες υπό των ποιητών, εις δε τον Έρωτα, ο οποίος εν τούτοις είνε τόσον μέγας θεός, κανείς από τους τόσους ποιητάς δεν έκαμε ποτέ κανέν εγκώμιον; Αν αφήσωμεν δε τους ποιητάς, θα ιδής ότι και οι καλύτεροι σοφισταί έχουν γράψει επαίνους εις πεζόν του Ηρακλέους και άλλων παράδειγμα ο περίφημος Πρόδικος. Τούτο άλλως δεν είνε και τόσον θαυμαστόν, αφού εγώ έτυχε να ιδώ βιβλίον περιέχον έπαινον θαυμάσιον του άλατος, εις τον όποιον εξήρετο η ωφέλεια αυτού, και άλλα δε τοιαύτα συχνά ημπορείς να ιδής εγκωμιαζόμενα. Ενώ λοιπόν εις τοιαύτα πράγματα απεδόθη τόση σημασία, πώς γίνεται ένας τόσον μέγας θεός όπως ο Έρως να μείνη έτσι αμελημένος και κανείς από τους ανθρώπους να μην έχει τολμήσει έως σήμερον να τον υμνήση επαξίως; Αυτά λέγει, πολύ σωστά νομίζω, ο Φαίδρος. Εγώ λοιπόν και πρόθυμος είμαι να συνεισφέρω τον έρανόν μου διά να ευαρεστήσω τον θεόν αυτόν και πρέπον νομίζω εις την περίστασιν αυτήν δι' ημάς τους παρόντας να τον τιμήσωμεν. Αν επομένως είσθε και σεις σύμφωνοι, μας αρκεί ως θέμα ομιλίας ο Έρως. Προς τούτο καθένας από ημάς θα ειπή, όπως ημπορεί καλύτερα, ένα έπαινον του έρωτος, αρχής γινομένης εκ δεξιών. Πρώτος λοιπόν θ' αρχίση ο Φαίδρος, επειδή και πρώτος εις την σειράν έρχεται και είνε ο πατήρ της προτάσεως.

 — Κανείς δεν θα έχη βέβαια εναντίαν γνώμην, Ερυξίμαχε, είπε τότε ο Σωκράτης. Πολύ περισσότερον δεν θ' αντιτείνω εγώ ο οποίος λέγω ότι δεν γνωρίζω τίποτε άλλο ειμή τα ερωτικά, αλλ' ούτε ο Αγάθων βέβαια, ούτε ο Παυσανίας, ούτε ο Αριστοφάνης ο καταγινόμενος διαρκώς με τον Διόνυσον και την Αφροδίτην, ούτε και άλλος κανείς από τους παρόντας, όπως βλέπω. Μολονότι το πράγμα δεν είνε το ίδιον δι' ημάς που ευρισκόμεθα τελευταίοι. Αλλ' εάν οι προ ημών αναπτύξουν καλώς και ικανώς το θέμα, θ' αρκεσθώμεν εις τους λόγους αυτών. Εμπρός λοιπόν, ας αρχίση αισίως ο Φαίδρος εγκωμιάζων τον Έρωτα.

Εις αυτά και όλοι οι άλλοι εσυμφώνησαν με τον Σωκράτη.

Να σας ειπώ τόρα όλα όσα καθένας είπε, δεν είναι δυνατόν, διότι ούτε ο Αριστόδημος τα ενθυμείτο καλά, ούτ' εγώ εκράτησα εις τον νουν μου όλα όσα εκείνος μου διηγήθη. Θα σας ειπώ λοιπόν τα ουσιωδέστερα και όσα μου εφάνησαν περισσοτέρων αξιομνημόνευτα από τους λόγους του καθενός.

Πρώτος λοιπόν, όπως σας είπα, κατά την αφήγησιν του Αριστοδήμου πάντοτε, ήρχισεν ο Φαίδρος ως εξής περίπου:

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΦΑΙΔΡΟΥ
21 of 85
6 pages left
CONTENTS
Chapters
Highlights