ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'.
Την κεφαλήν πλάττουσι σφαιροειδή, ίνα κατοική εν αυτή η λογική ψυχή, και θέτουσιν επί της κορυφής του σώματος, όπερ είναι το όχημα αυτής. Εις το έμπροσθεν μέρος, εις το πρόσωπον προσέδεσαν τα όργανα των αισθήσεων και μάλιστα τα φωσφόρα όμματα, άτινα εμπεριέχουσι πυρ μη καίον, αλλά φωτεινόν. Εκ της συναντήσεως αυτού και του εξωτερικού φωτός γεννάται η αίσθησις της οράσεως, δι' ης θεωρούμεν την τάξιν του παντός και τον αριθμόν, και ούτω κανονίζομεν τας εσωτερικάς κινήσεις της διανοίας και της βουλήσεως ημών. Προς τον αυτόν σκοπόν χρησιμεύει και η ακοή.
Οι Θεοί λοιπόν απομιμηθέντες το σχήμα του παντός, το
οποίον είναι στρογγύλον, συνέδεσαν τους θείους κύκλους, οίτινες
είναι δύο, εις έν σφαιροειδές σώμα, τούτο όπερ τώρα καλούμεν κε-
φαλήν και είναι το θειότατον πάντων των εν ημίν πραγμάτων
και εξουσιάζει πάντα. Εις αυτό παρέδοσαν οι θεοί προς υπηρε-
σίαν και όλον το σώμα, συνενώσαντες τούτο, διότι κατενόη-
σαν ότι έμελλε να μετέχη όλων των κινήσεων, αίτινες θα γίνων-
ται. Ίνα λοιπόν η κεφαλή κυλιομένη επί της γης, ήτις έχει
Ε. | ύψη και βάθη παντός είδους, μη δυσκολεύηται εκείνα μεν
να υπερβαίνη, εκ τούτων δε να εξέρχηται, έδοσαν εις αυτήν το
σώμα ως όχημα και προς ευκολίαν. Διά τούτο ακριβώς το σώμα
έλαβε μήκος και εγέννησε τέσσαρα άκρα μέλη δυνάμενα να εκ-
τείνωνται και να κάμπτωνται, τα οποία επρομήθευσεν ο Θεός(112)
και διά τούτων συλλαμβάνον και στηριζόμενον έγινεν ικανόν
45. | να πορεύηται διά παντός τόπου, φέρον επάνωθεν ημών την
κατοικίαν του θειοτάτου και ιερωτάτου. Σκέλη λοιπόν και χείρες
τοιουτοτρόπως και διά τας αιτίας ταύτας προσετέθησαν εις πάν-
τας. Επειδή δε οι θεοί ενόμιζον, ότι το έμπροσθεν μέρος είναι
περισσότερον άξιον τιμής και εξουσίας παρά το όπισθεν, κατά
την διεύθυνσιν ταύτην μας έδοσαν τον συνηθέστερον τρόπον του
βαδίζειν. Έπρεπε δε ο άνθρωπος να έχη το έμπροσθεν του σώμα-
τος ανόμοιον με το όπισθεν. Διά τούτο πρώτον μεν πέριξ του δο-
χείου της κεφαλής, αφού έθεσαν εις τούτο το μέρος το πρόσω-
πον, συνέδεσαν μετ' αυτού όργανα κατάλληλα προς πάσαν πρό-
Β. | νοιαν της ψυχής, και διέταξαν τούτο, το οποίον είναι φύσει
έμπροσθεν, να είναι μέτοχον της κυβερνήσεως.
οποίον είναι στρογγύλον, συνέδεσαν τους θείους κύκλους, οίτινες
είναι δύο, εις έν σφαιροειδές σώμα, τούτο όπερ τώρα καλούμεν κε-
φαλήν και είναι το θειότατον πάντων των εν ημίν πραγμάτων
και εξουσιάζει πάντα. Εις αυτό παρέδοσαν οι θεοί προς υπηρε-
σίαν και όλον το σώμα, συνενώσαντες τούτο, διότι κατενόη-
σαν ότι έμελλε να μετέχη όλων των κινήσεων, αίτινες θα γίνων-
ται. Ίνα λοιπόν η κεφαλή κυλιομένη επί της γης, ήτις έχει
Ε. | ύψη και βάθη παντός είδους, μη δυσκολεύηται εκείνα μεν
να υπερβαίνη, εκ τούτων δε να εξέρχηται, έδοσαν εις αυτήν το
σώμα ως όχημα και προς ευκολίαν. Διά τούτο ακριβώς το σώμα
έλαβε μήκος και εγέννησε τέσσαρα άκρα μέλη δυνάμενα να εκ-
τείνωνται και να κάμπτωνται, τα οποία επρομήθευσεν ο Θεός(112)
και διά τούτων συλλαμβάνον και στηριζόμενον έγινεν ικανόν
45. | να πορεύηται διά παντός τόπου, φέρον επάνωθεν ημών την
κατοικίαν του θειοτάτου και ιερωτάτου. Σκέλη λοιπόν και χείρες
τοιουτοτρόπως και διά τας αιτίας ταύτας προσετέθησαν εις πάν-
τας. Επειδή δε οι θεοί ενόμιζον, ότι το έμπροσθεν μέρος είναι
περισσότερον άξιον τιμής και εξουσίας παρά το όπισθεν, κατά
την διεύθυνσιν ταύτην μας έδοσαν τον συνηθέστερον τρόπον του
βαδίζειν. Έπρεπε δε ο άνθρωπος να έχη το έμπροσθεν του σώμα-
τος ανόμοιον με το όπισθεν. Διά τούτο πρώτον μεν πέριξ του δο-
χείου της κεφαλής, αφού έθεσαν εις τούτο το μέρος το πρόσω-
πον, συνέδεσαν μετ' αυτού όργανα κατάλληλα προς πάσαν πρό-
Β. | νοιαν της ψυχής, και διέταξαν τούτο, το οποίον είναι φύσει
έμπροσθεν, να είναι μέτοχον της κυβερνήσεως.
Και εκ των οργάνων τούτων πρώτα έπλασαν τα φέροντα το
φως, τα όμματα, και τα συνέδεσαν (εις το πρόσωπον) κατά τον
εξής τρόπον: Όσον μέρος του πυρός δεν έχει την ιδιότητα να
καίη, αλλά να μας δίδη το ήμερον φως, το ανήκον εις την ημέ-
ραν, εμηχανεύθησαν να το κάμωσιν εν σώμα. Τω όντι το εντός
ημών καθαρόν πυρ, το οποίον είναι αδελφόν εκείνου, το έκαμον
να ρέη διά μέσου των ομμάτων λείον και πυκνόν, αφού συνέ-
C. | σφίγξαν όλον το όμμα, αλλά περισσότερον το μέσον αυτού,
ούτως ώστε να εμποδίζη το λοιπόν μέρος του πυρός, όσον ήτο
πυκνότερον, και να αφίνη να διέρχηται το λεπτόν μόνον καθα-
ρόν. Όταν λοιπόν υπάρχη φως της ημέρας πέριξ του ρεύματος
τούτου της όψεως, τότε πίπτει όμοιον εις όμοιον(113) και συνενού-
μενα στερεώς αποτελούσιν έν μόνον σώμα ομοίας φύσεως κατά
την διεύθυνσιν των ομμάτων εκεί, όπου το προστιθέμενον έσωθεν
συγκρούεται προς εκείνο, όπερ έρχεται εις συνάντησίν του έξωθεν.
Όθεν διά την ομοιότητα ταύτην όλον τούτο γινόμενον ομοιοπα-
θές οιονδήποτε πράγμα ήθελέ ποτε εγγίσει αυτό, ή εγγιχθή
Δ. | τούτο υπ' άλλου, και διαδίδον τας κινήσεις αυτών καθ' όλον το
σώμα μέχρι της ψυχής παράγει την αίσθησιν εκείνην, διά της
οποίας ακριβώς λέγομεν ότι βλέπομεν(114). Αλλ' όταν το συγγενές
πυρ απέρχηται, ότε γίνεται νυξ, το άλλο μένει αποκεκομμένον,
διότι εξερχόμενον προς εκείνο, όπερ είναι ανόμοιον, μεταβάλλεται
αυτό τούτο και σβύνεται, μη ον πλέον (συμφυές) της αυτής φύσεως
με τον πλησίον αέρα, διότι ούτος δεν έχει πυρ. Παύει λοιπόν να
βλέπη και προσέτι προκαλεί τον ύπνον. Διότι εκείνο το μέσον
της σωτηρίας, όπερ οι θεοί επενόησαν χάριν της όψεως, τα βλέ-
Ε. | φαρα, όταν συγκλείωνται κατακλείουσιν εντός την δύναμιν
του πυρός, αύτη δε διαλύει και εξομαλύνει τας εσωτερικάς κινή-
σεις και, όταν αύται εξομαλυνθώσιν, επέρχεται ησυχία. Και όταν
μεν η ησυχία είναι πολλή, τότε μας έρχεται ύπνος με μικρά
όνειρα· αλλ' εάν απομείνωσι κινήσεις τινές ολίγον μεγάλαι, οποίαι
46. | είναι αύται και οποίοι είναι οι τόποι εις τους οποίους απέ-
μειναν, τοιαύτα και τοσαύτα φαντάσματα παράγουσι κατ' αφο-
μοίωσιν των εντός και των έξωθεν, και ταύτα έπειτα, όταν εγερ-
θώμεν, μας επανέρχονται εις την μνήμην.
φως, τα όμματα, και τα συνέδεσαν (εις το πρόσωπον) κατά τον
εξής τρόπον: Όσον μέρος του πυρός δεν έχει την ιδιότητα να
καίη, αλλά να μας δίδη το ήμερον φως, το ανήκον εις την ημέ-
ραν, εμηχανεύθησαν να το κάμωσιν εν σώμα. Τω όντι το εντός
ημών καθαρόν πυρ, το οποίον είναι αδελφόν εκείνου, το έκαμον
να ρέη διά μέσου των ομμάτων λείον και πυκνόν, αφού συνέ-
C. | σφίγξαν όλον το όμμα, αλλά περισσότερον το μέσον αυτού,
ούτως ώστε να εμποδίζη το λοιπόν μέρος του πυρός, όσον ήτο
πυκνότερον, και να αφίνη να διέρχηται το λεπτόν μόνον καθα-
ρόν. Όταν λοιπόν υπάρχη φως της ημέρας πέριξ του ρεύματος
τούτου της όψεως, τότε πίπτει όμοιον εις όμοιον(113) και συνενού-
μενα στερεώς αποτελούσιν έν μόνον σώμα ομοίας φύσεως κατά
την διεύθυνσιν των ομμάτων εκεί, όπου το προστιθέμενον έσωθεν
συγκρούεται προς εκείνο, όπερ έρχεται εις συνάντησίν του έξωθεν.
Όθεν διά την ομοιότητα ταύτην όλον τούτο γινόμενον ομοιοπα-
θές οιονδήποτε πράγμα ήθελέ ποτε εγγίσει αυτό, ή εγγιχθή
Δ. | τούτο υπ' άλλου, και διαδίδον τας κινήσεις αυτών καθ' όλον το
σώμα μέχρι της ψυχής παράγει την αίσθησιν εκείνην, διά της
οποίας ακριβώς λέγομεν ότι βλέπομεν(114). Αλλ' όταν το συγγενές
πυρ απέρχηται, ότε γίνεται νυξ, το άλλο μένει αποκεκομμένον,
διότι εξερχόμενον προς εκείνο, όπερ είναι ανόμοιον, μεταβάλλεται
αυτό τούτο και σβύνεται, μη ον πλέον (συμφυές) της αυτής φύσεως
με τον πλησίον αέρα, διότι ούτος δεν έχει πυρ. Παύει λοιπόν να
βλέπη και προσέτι προκαλεί τον ύπνον. Διότι εκείνο το μέσον
της σωτηρίας, όπερ οι θεοί επενόησαν χάριν της όψεως, τα βλέ-
Ε. | φαρα, όταν συγκλείωνται κατακλείουσιν εντός την δύναμιν
του πυρός, αύτη δε διαλύει και εξομαλύνει τας εσωτερικάς κινή-
σεις και, όταν αύται εξομαλυνθώσιν, επέρχεται ησυχία. Και όταν
μεν η ησυχία είναι πολλή, τότε μας έρχεται ύπνος με μικρά
όνειρα· αλλ' εάν απομείνωσι κινήσεις τινές ολίγον μεγάλαι, οποίαι
46. | είναι αύται και οποίοι είναι οι τόποι εις τους οποίους απέ-
μειναν, τοιαύτα και τοσαύτα φαντάσματα παράγουσι κατ' αφο-
μοίωσιν των εντός και των έξωθεν, και ταύτα έπειτα, όταν εγερ-
θώμεν, μας επανέρχονται εις την μνήμην.
Ως προς δε τας εικόνας, αι οποίαι παράγονται εις τα κά-
τοπτρα και εις όλα τα πράγματα, τα οποία είναι στιλπνά και
λεία, δεν είναι δύσκολον να τας εννοήσωμεν. Διότι εκ της προς
άλληλα συνενώσεως και των δύο πυρών, του εσωτερικού και του
εξωτερικού, εκ των οποίων πάλιν γίνεται εκάστοτε επί της λείας
Β. | επιφανείας έν μόνον, όπερ κατά πολλούς τρόπους ανακλάται,
όλα τα τοιαύτα εξ ανάγκης εμφανίζονται, καθ όσον συνενούνται
εις έν στερεώς επί της λείας και λαμπράς επιφανείας το πυρ, το
οποίον είναι πέριξ του προσώπου, και εκείνο το οποίον εξέρχεται
εκ της όψεως. Εκείνο δε το οποίον είναι δεξιά φαίνεται αριστερά,
διότι η επαφή συμβαίνει εις μέρη αντίθετα της όψεως με μέρη
αντίθετα (του λείου κατόπτρου), εναντίον του συνήθους τρόπου της
οπτικής επαφής. Απεναντίας τα δεξιά φαίνονται δεξιά και τα αρι-
στερά φαίνονται αριστερά (του κοίλου κατόπτρου), όταν το φως συν-
C. | δυαζόμενον με εκείνο, με το οποίον συνδυάζεται, μεταβάλλει
την θέσιν του. Τούτο δε συμβαίνει, όταν η λειότης των κατόπτρων,
υψουμένη από την μίαν και από την άλλην πλευράν, απωθήση
το δεξιόν μέρος της όψεως εις το αριστερόν και αντιστρόφως.
Εάν δε το κάτοπτρον στραφή ούτως ώστε η καμπύλη να διατί-
θεται κατά το μήκος του προσώπου, τούτο κάμνει τα πάντα να
φαίνωνται ανεστραμμένα, απωθούν το κάτω μέρος εις το άνω
του προσώπου και το άνω εις το κάτω.
τοπτρα και εις όλα τα πράγματα, τα οποία είναι στιλπνά και
λεία, δεν είναι δύσκολον να τας εννοήσωμεν. Διότι εκ της προς
άλληλα συνενώσεως και των δύο πυρών, του εσωτερικού και του
εξωτερικού, εκ των οποίων πάλιν γίνεται εκάστοτε επί της λείας
Β. | επιφανείας έν μόνον, όπερ κατά πολλούς τρόπους ανακλάται,
όλα τα τοιαύτα εξ ανάγκης εμφανίζονται, καθ όσον συνενούνται
εις έν στερεώς επί της λείας και λαμπράς επιφανείας το πυρ, το
οποίον είναι πέριξ του προσώπου, και εκείνο το οποίον εξέρχεται
εκ της όψεως. Εκείνο δε το οποίον είναι δεξιά φαίνεται αριστερά,
διότι η επαφή συμβαίνει εις μέρη αντίθετα της όψεως με μέρη
αντίθετα (του λείου κατόπτρου), εναντίον του συνήθους τρόπου της
οπτικής επαφής. Απεναντίας τα δεξιά φαίνονται δεξιά και τα αρι-
στερά φαίνονται αριστερά (του κοίλου κατόπτρου), όταν το φως συν-
C. | δυαζόμενον με εκείνο, με το οποίον συνδυάζεται, μεταβάλλει
την θέσιν του. Τούτο δε συμβαίνει, όταν η λειότης των κατόπτρων,
υψουμένη από την μίαν και από την άλλην πλευράν, απωθήση
το δεξιόν μέρος της όψεως εις το αριστερόν και αντιστρόφως.
Εάν δε το κάτοπτρον στραφή ούτως ώστε η καμπύλη να διατί-
θεται κατά το μήκος του προσώπου, τούτο κάμνει τα πάντα να
φαίνωνται ανεστραμμένα, απωθούν το κάτω μέρος εις το άνω
του προσώπου και το άνω εις το κάτω.
Ταύτα λοιπόν πάντα είναι από τα σΥνεργά αίτια (συναίτια),
τα οποία μεταχειρίζεται ο Θεός ως υπηρέτας, ίνα πραγματο-
Δ. | ποιήση κατά το δυνατόν την ιδέαν του αρίστου. Και πιστεύε-
ται μεν υπό των πλείστων, ότι ταύτα είναι ουχί συναίτια αλλά
αίτια πάντων των πραγμάτων, ότι ταύτα ψύχουσι και θερ-
μαίνουσι, συστέλλουσι και διαστέλλουσι, και παράγουσιν όσα
είναι τοιαύτα, ενώ δεν είναι ικανά να έχωσι λόγον ούτε νουν
προς ουδέν πράγμα. Διότι εκ των όντων, εκείνο εις το οποίον
μόνον ανήκει να έχη τον νουν, πρέπει να είπωμεν ότι είναι η
ψυχή· αύτη δε είναι αόρατος, ενώ το πυρ και το ύδωρ και ο
αήρ και η γη είναι πάντα σώματα ορατά. Ο δε εραστής του
νου και της επιστήμης ανάγκη να επιδιώκη τας πρώτας αιτίας
Ε. | τας αναφερομένας εις την νοούσαν φύσιν, όσαι δε γεννών-
ται από άλλας, αίτινες κινούνται και εξ ανάγκης κινούσιν άλλα,
πρέπει να θεωρή ταύτας δευτέρας. Λοιπόν και ημείς πρέπει
κατά ταύτα να εξετάζωμεν και τα δύο είδη των αιτίων, αλλά
χωριστά εκείνα τα οποία μετά νου είναι δημιουργά πραγμάτων
καλών και αγαθών, και εκείνα όσα εστερημένα φρονήσεως ποιού-
σιν εκάστοτε ό,τι τύχη άνευ τάξεως.
τα οποία μεταχειρίζεται ο Θεός ως υπηρέτας, ίνα πραγματο-
Δ. | ποιήση κατά το δυνατόν την ιδέαν του αρίστου. Και πιστεύε-
ται μεν υπό των πλείστων, ότι ταύτα είναι ουχί συναίτια αλλά
αίτια πάντων των πραγμάτων, ότι ταύτα ψύχουσι και θερ-
μαίνουσι, συστέλλουσι και διαστέλλουσι, και παράγουσιν όσα
είναι τοιαύτα, ενώ δεν είναι ικανά να έχωσι λόγον ούτε νουν
προς ουδέν πράγμα. Διότι εκ των όντων, εκείνο εις το οποίον
μόνον ανήκει να έχη τον νουν, πρέπει να είπωμεν ότι είναι η
ψυχή· αύτη δε είναι αόρατος, ενώ το πυρ και το ύδωρ και ο
αήρ και η γη είναι πάντα σώματα ορατά. Ο δε εραστής του
νου και της επιστήμης ανάγκη να επιδιώκη τας πρώτας αιτίας
Ε. | τας αναφερομένας εις την νοούσαν φύσιν, όσαι δε γεννών-
ται από άλλας, αίτινες κινούνται και εξ ανάγκης κινούσιν άλλα,
πρέπει να θεωρή ταύτας δευτέρας. Λοιπόν και ημείς πρέπει
κατά ταύτα να εξετάζωμεν και τα δύο είδη των αιτίων, αλλά
χωριστά εκείνα τα οποία μετά νου είναι δημιουργά πραγμάτων
καλών και αγαθών, και εκείνα όσα εστερημένα φρονήσεως ποιού-
σιν εκάστοτε ό,τι τύχη άνευ τάξεως.
Αρκούσι λοιπόν ταύτα ως προς τα συναίτια του να λάβωσι
τα όμματα την δύναμιν εκείνην, την οποίαν έχουσιν. Αλλά ποίον
είναι το μέγιστον έργον αυτών προς ωφέλειαν, διά το οποίον ο
47. | Θεός μας εδώρησεν αυτούς, πρέπει να είπωμεν τώρα. Η
όψις τω όντι κατ' εμέ μας είναι αιτία μεγίστης ωφελείας, διότι
εκ των λόγων, όσοι τώρα λέγονται περί του παντός, ουδείς ήθελΈ
ποτε λεχθή υπό των μη ιδόντων μήτε άστρα μήτε ήλιον μήτε
ουρανόν, αλλά νυν η ημέρα και η νυξ, τας οποίας είδομεν, και
οι μήνες και αι περίοδοι των ενιαυτών παρήγαγον τον αριθμόν
και μας έδοσαν την έννοιαν του χρόνου και την έρευναν περί
Β. | της φύσεως του παντός. Εκ τούτων επορίσθημεν την αρχήν
της φιλοσοφίας, της οποίας ουδέν μεγαλύτερον αγαθόν ούτε ήλ-
θεν ούτε θα έλθη ποτέ εις το θνητόν γένος ως δώρον των Θεών.
Λέγω λοιπόν ότι τούτο είναι το μέγιστον αγαθόν των οφθαλμών.
Τα δε άλλα όσα είναι μικρότερα, προς τι να τα υμνώμεν; διά
ταύτα μόνος ο μη ων φιλόσοφος τυφλωθείς, όταν οδύρηται, μα-
ταίως θρηνεί. Αλλά τούτο ας λέγωμεν ημείς, ότι διά την αι-
τίαν ταύτην ο Θεός ανεύρε και μας εδώρησε την όψιν, ίνα βλέ-
ποντες τας περιόδους του Νου εν τω ουρανώ μεταχειριζώμεθα εις
τας περιφοράς της εν ημίν διανοήσεως, αίτινες είναι συγγενείς
C. | με εκείνας, καίτοι αύται μεν είναι τεταραγμέναι, εκείναι δε
αδιατάρακτοι· και ίνα ούτω λαμβάνοντες μαθήματα και μετέχον-
τες της ορθότητος των κατά φύσιν συλλογισμών, μιμούμενοι τας
περιφοράς των Θεών, αίτινες είναι όλως σταθεραί, θέσωμεν εις
τάξιν τας εν ημίν πεπλανημένας κινήσεις.
τα όμματα την δύναμιν εκείνην, την οποίαν έχουσιν. Αλλά ποίον
είναι το μέγιστον έργον αυτών προς ωφέλειαν, διά το οποίον ο
47. | Θεός μας εδώρησεν αυτούς, πρέπει να είπωμεν τώρα. Η
όψις τω όντι κατ' εμέ μας είναι αιτία μεγίστης ωφελείας, διότι
εκ των λόγων, όσοι τώρα λέγονται περί του παντός, ουδείς ήθελΈ
ποτε λεχθή υπό των μη ιδόντων μήτε άστρα μήτε ήλιον μήτε
ουρανόν, αλλά νυν η ημέρα και η νυξ, τας οποίας είδομεν, και
οι μήνες και αι περίοδοι των ενιαυτών παρήγαγον τον αριθμόν
και μας έδοσαν την έννοιαν του χρόνου και την έρευναν περί
Β. | της φύσεως του παντός. Εκ τούτων επορίσθημεν την αρχήν
της φιλοσοφίας, της οποίας ουδέν μεγαλύτερον αγαθόν ούτε ήλ-
θεν ούτε θα έλθη ποτέ εις το θνητόν γένος ως δώρον των Θεών.
Λέγω λοιπόν ότι τούτο είναι το μέγιστον αγαθόν των οφθαλμών.
Τα δε άλλα όσα είναι μικρότερα, προς τι να τα υμνώμεν; διά
ταύτα μόνος ο μη ων φιλόσοφος τυφλωθείς, όταν οδύρηται, μα-
ταίως θρηνεί. Αλλά τούτο ας λέγωμεν ημείς, ότι διά την αι-
τίαν ταύτην ο Θεός ανεύρε και μας εδώρησε την όψιν, ίνα βλέ-
ποντες τας περιόδους του Νου εν τω ουρανώ μεταχειριζώμεθα εις
τας περιφοράς της εν ημίν διανοήσεως, αίτινες είναι συγγενείς
C. | με εκείνας, καίτοι αύται μεν είναι τεταραγμέναι, εκείναι δε
αδιατάρακτοι· και ίνα ούτω λαμβάνοντες μαθήματα και μετέχον-
τες της ορθότητος των κατά φύσιν συλλογισμών, μιμούμενοι τας
περιφοράς των Θεών, αίτινες είναι όλως σταθεραί, θέσωμεν εις
τάξιν τας εν ημίν πεπλανημένας κινήσεις.
Ως προς την φωνήν δε και την ακοήν ισχύει πάλιν ο αυτός
λόγος, ότι δηλ. μας εδωρήθησαν παρά των Θεών προς τον αυτόν
σκοπόν διά τας αυτάς αιτίας. Διότι και ο λόγος ετάχθη προς
τον αυτόν σκοπόν και εις τούτον συνεισφέρει μεγίστην μερίδα.
Και πάλιν ό,τι υπάρχει χρήσιμον προς ακοήν εις τον μουσικόν
ήχον μας εδόθη ένεκα της αρμονίας. Η δε αρμονία, επειδή έχει
κινήσεις ομοίας με τας περιόδους της ψυχής, αίτινες είναι εντός
ημών, εδόθη υπό των μουσών εις τον μετά φρονήσεως μεταχει-
ριζόμενον ταύτας· ουχί προς ηδονήν άλογον, καθώς τώρα νομί-
ζεται ότι είναι χρήσιμος, αλλά ως σύμμαχος, ίνα φέρη εις τάξιν
και συμφωνίαν προς εαυτήν την περιόδον της ψυχής, ήτις έγι-
νεν εντός ημών άνευ αρμονίας. Και ο ρυθμός ομοίως μας εδόθη
υπό των αυτών προς τον αυτόν σκοπόν ως επίκουρος διά την
Ε. | άνευ μέτρου και άνευ χάριτος διάθεσιν, ήτις είναι εις τους
πλείστους ημών.
λόγος, ότι δηλ. μας εδωρήθησαν παρά των Θεών προς τον αυτόν
σκοπόν διά τας αυτάς αιτίας. Διότι και ο λόγος ετάχθη προς
τον αυτόν σκοπόν και εις τούτον συνεισφέρει μεγίστην μερίδα.
Και πάλιν ό,τι υπάρχει χρήσιμον προς ακοήν εις τον μουσικόν
ήχον μας εδόθη ένεκα της αρμονίας. Η δε αρμονία, επειδή έχει
κινήσεις ομοίας με τας περιόδους της ψυχής, αίτινες είναι εντός
ημών, εδόθη υπό των μουσών εις τον μετά φρονήσεως μεταχει-
ριζόμενον ταύτας· ουχί προς ηδονήν άλογον, καθώς τώρα νομί-
ζεται ότι είναι χρήσιμος, αλλά ως σύμμαχος, ίνα φέρη εις τάξιν
και συμφωνίαν προς εαυτήν την περιόδον της ψυχής, ήτις έγι-
νεν εντός ημών άνευ αρμονίας. Και ο ρυθμός ομοίως μας εδόθη
υπό των αυτών προς τον αυτόν σκοπόν ως επίκουρος διά την
Ε. | άνευ μέτρου και άνευ χάριτος διάθεσιν, ήτις είναι εις τους
πλείστους ημών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'.