ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
Λοιπόν, φίλτατε Αγάθων, φρονώ ότι πολύ σωστά έθεσες ως αρχήν εις τον λόγον σου ότι πρέπει πρώτα να δειχθή όποιος τις είνε ο Έρως και έπειτα τα έργα αυτού. Η αρχή αυτή πολύ μου αρέσει. Εμπρός λοιπόν, επειδή καλώς και μεγαλοπρεπώς διεξήλθες όσα απέβλεπον εις το να δειχθή οποίος τις είνε ο Έρως, ειπέ μου και τούτο: Είνε τινός ο Έρως έρως, ή κανενός; Ερωτώ δε όχι αν είνε μητρός τίνος ή πατρός — διότι το ερώτημα, εάν ο Έρως είνε έρως μητρός τίνος ή πατρός, θα ήτο γελοίον — αλλ' ερωτώ όπως θα ηρώτων προκειμένου περί πατρός: ο πατήρ είνε πατήρ τινός ή όχι; Εις την ερώτησιν αυτήν θα μου έλεγες, αν ήθελες ν' αποκριθής λογικώς, ότι είνε υιού ή θυγατρός ο πατήρ πατήρ· ή δεν είν' έτσι;
— Βεβαιότατα έτσι είνε, απήντησεν ο Αγάθων.
— Το ίδιον δεν θα είπωμεν και διά την μητέρα;
— Συμφωνώ και εις αυτό.
— Απάντησέ μου ακόμη εις μερικάς ερωτήσεις, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, διά να εννοήσης ακριβώς τι θέλω να ειπώ. Υπόθεσε ότι ερωτώ: Ο αδελφός, ως τοιούτος, είνε τινός αδελφός ή όχι;
— Είνε.
— Αδελφού ή αδελφής· δεν είν' έτσι;
— Σύμφωνος.
— Απάντησέ μου τόρα και διά τον Έρωτα. Ο Έρως είνε έρως τινός ή κανενός;
— Βεβαιότατα, είνε έρως τινός.
— Αυτό, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, κράτησέ το καλά εις την μνήμην σου, και ειπέ μου ακόμη τούτο: Ο Έρως επιθυμεί εκείνο, του οποίου είνε έρως, ή όχι;
— Βεβαίως επιθυμεί.
— Και τι εκ των δύο πρέπει να δεχθώμεν, ότι έχων εκείνο το οποίον επιθυμεί και αγαπά, έπειτα επιθυμεί και αγαπά, ή μη έχων αυτό;
— Εύλογον είνε να δεχθώμεν, ότι μη έχων.
— Σκέψου καλύτερα μήπως το πράγμα δεν είνε απλώς εύλογον, αλλά μήπως κατ' ανάγκην έχει ούτω, δηλαδή το επιθυμούν να επιθυμή εκείνο του οποίου στερείται, ή να μη επιθυμή εκείνο του οποίου δεν στερείται. Εις εμέ τουλάχιστον είνε περίεργον πόσον το πράγμα αυτό φαίνεται ως κατ' ανάγκην έχον ούτω. Συ δε τι φρονείς;
— Κ' εγώ το ίδιον νομίζω.
— Πολύ σωστά λέγεις. Πώς θα ήτο δυνατόν εκείνος που είνε μέγας να επιθυμή να είνε μέγας, ή ισχυρός εκείνος που είνε ισχυρός;
— Το πράγμα είνε αδύνατον, όπως είνε προφανές εξ όσων είπαμεν.
— Διότι δεν θα ήτο δυνατόν να στερήται τις εκείνου το οποίον έχει.
— Πολύ σωστά λέγεις.
— Διότι εάν και ο ισχυρός επεθύμει να είνε ισχυρός, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, και ο ταχύς ταχύς και ο υγιής υγιής, θα ήτο ίσως δυνατόν να νομίση κανείς εις την περίπτωσιν αυτήν και κάθε άλλην ομοίαν, ότι οι όντες τοιούτοι και έχοντες τας τοιαύτας ιδιότητας εκείνο που έχουν αυτό και επιθυμούν και τούτου ένεκα επιμένω εις αυτό, διά να μη εξαπατηθώμεν. Διότι, ως εννοείς, Αγάθων, όλοι αυτοί έχουν κατ' ανάγκην εν τω παρόντι όσα είπαμεν ότι έχουν, είτε το θέλουν είτε δεν το θέλουν, και επομένως πώς θα ήτο δυνατόν να τα επιθυμήσουν: Και αν κανείς μας έλεγεν ότι εγώ υγιαίνων θέλω και να είμαι υγιής, και πλούσιος ων θέλω και να είμαι πλούσιος, και επιθυμώ αυτά ακριβώς που έχω, θα ελέγαμεν εις αυτόν ότι, συ, ω άνθρωπε, έχων πλούτον και υγείαν και ισχύν θέλεις να έχης αυτά και εις τον έπειτα χρόνον, διότι επί του παρόντος τουλάχιστον, είτε τα θέλεις είτε δεν τα θέλεις, τα έχεις· σκέψου λοιπόν, όταν λέγης ότι επιθυμείς τα παρόντα, μήπως δεν εννοείς άλλο τι ή τούτο, ότι θέλω όσα έχω εις το παρόν να τα έχω και εις τον έπειτα χρόνον. Δεν είν' έτσι;
— Συμφωνώ, είπεν ο Αγάθων.
Ο Σωκράτης εξηκολούθησε τότε:
— Λοιπόν αυτό, το να θέλη κανείς να του διατηρηθούν και εις τον έπειτα χρόνον όσα έχει εις τον παρόντα, δεν αποτελεί έρωτα εκείνου το οποίον δεν είνε ακόμη εις την διάθεσίν του ουδέ το κατέχει;
— Βεβαιότατα.
— Και αυτός λοιπόν και κάθε άλλος επιθυμών, το μη διατελούν εις την διάθεσίν του επιθυμεί και το μη παρόν και εκείνο που δεν έχει και που δεν είνε αυτός και του οποίου στερείται· τοιαύτα δεν είνε εκείνα διά τα οποία ημπορεί να υπάρξη επιθυμία και έρως;
— Βεβαιότατα.
— Και τόρα, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, ας επαναλάβωμεν τα όσα εμείναμεν σύμφωνοι. Είπαμεν λοιπόν ότι ο Έρως είνε έρως πρώτον μεν τινών, έπειτα δε εκείνων τα οποία στερείται εις τον παρόντα χρόνον. Έτσι;
— Ναι.
— Ενθυμήσου τόρα, σχετικώς με αυτό, τίνων είπες εις τον λόγον σου ότι ο Έρως είνε έρως. Εάν θέλης, θα σου το υπενθυμίσω εγώ. Είπες λοιπόν, νομίζω, επάνω κάτω, ότι τα πράγματα των θεών εβάλθηκαν εις τάξιν διά του έρωτος προς το ωραίον, διότι έρως της ασχημίας δεν θα ήτο δυνατός. Αυτό περίπου δεν είπες;
— Πράγματι το είπα, απεκρίθη ο Αγάθων.
— Και πολύ σωστά το είπες, φίλτατέ μου, είπεν ο Σωκράτης. Αλλ' αν τούτο είνε αληθές, ο Έρως ημπορεί να είνε άλλο τι παρά έρως του ωραίου, όχι δε του ασχήμου;
Σύμφωνος ο Αγάθων.
— Αλλά δεν εμείναμεν σύμφωνοι ότι εκείνου που στερείται και δεν έχει, αυτό αγαπά;
— Ναι.
— Άρα ο Έρως στερείται και δεν έχει κάλλος.
— Κατ' ανάγκην.
— Αλλά τότε πώς; Δέχεσαι άρα συ ως ωραίον το στερούμενον κάλλους και μη έχον διόλου κάλλος;
— Όχι βέβαια.
— Βεβαιώνεις λοιπόν ακόμη ότι ο Έρως είνε ωραίος, εάν ταύτα έχουν όπως είπαμεν;
Και ο Αγάθων τότε:
— Κοντεύω να δεχθώ, ω Σώκρατες, ότι δεν γνωρίζω τίποτε από αυτά που είπα τότε.
— Πολύ σωστά λέγεις, ω Αγάθων. Αλλ' απάντησέ μου εις μίαν μικράν ερώτησιν ακόμη. Τα αγαθά δεν σου φαίνεται ότι είνε και ωραία;
— Έτσι νομίζω.
— Εάν λοιπόν ο Έρως στερήται κάθε ωραίου, τα δε αγαθά είνε και ωραία, δεν είνε δυνατόν παρά να στερήται και των αγαθών.
— Εγώ, ω Σώκρατες, είπε τότε ο Αγάθων, δεν ημπορώ να τα βάλω μαζή σου, και ας γείνουν δεκτά τα πράγματα όπως συ τα λέγεις.
— Με την αλήθειαν δεν ημπορείς να τα βάλης, αγαπημένε μου Αγάθων, διότι με τον Σωκράτη δεν είνε καθόλου δύσκολον να τα βάλης.
— Και τόρα σ' αφίνω εσένα, διά να σας ειπώ όσα περί του Έρωτος ήκουσα κάποτε παρά μιας γυναικός, της εκ Μαντινείας Διοτίμας, η οποία ήτον σοφή και εις τα ερωτικά και εις άλλα πολλά, και εις τους Αθηναίους δε κάποτε, κατώρθωσε, με τας θυσίας που έκαμαν απειλούμενοι υπό λοιμικής, ν' αναβάλη την νόσον επί δέκα έτη. Αυτή εδίδαξε κ' εμένα τα ερωτικά. Θα προσπαθήσω λοιπόν να σας διηγηθώ λεπτομερώς και όσον ημπορώ καλύτερα, σύμφωνα προς όσα είπαμεν με τον Αγάθωνα, τα όσα ήκουσα παρ' αυτής. Και πρώτα πρώτα πρέπει, Αγάθων, όπως συ είπες, να εκθέσω οποίος και τι πράγμα είναι ο Έρως, και έπειτα τα έργα αυτού. Μου φαίνεται δε ότι ευκολώτερον είνε να σας διηγηθώ τα πράγματα κατά τον τρόπον που μου τα έλεγε κάποτε η ξένη αυτή, ελέγχουσα τα όσα της έλεγα. Διότι και εγώ επάνω κάτω έλεγα προς αυτήν όσα τόρα και ο Αγάθων προς εμέ, ότι δηλαδή ο Έρως είνε μέγας θεός και ότι είνε του ωραίου έρως· εκείνη δε με ήλεγχε διά των αυτών επιχειρημάτων με τα οποία κ' εγώ τούτον, αποδεικνύουσα ότι κατά τα λεγόμενά μου ο Έρως δεν ημπορεί να είνε ούτε ωραίος ούτε αγαθός. Και εγώ:
— Τι θέλεις να ειπής, Διοτίμα; παρετήρησα. Ο Έρως λοιπόν είνε άσχημος και κακός;
Και αυτή:
— Τι είνε αυτά που λέγεις; είπε· ή νομίζεις ότι ό,τι δεν είνε ωραίον, κατ' ανάγκην είνε άσχημον;
— Βεβαιότατα.
— Ώστε και το μη σοφόν κατ' ανάγκην είνε αμαθές; Ή δεν έχεις παρατηρήσει ότι υπάρχη και μέσον τι μεταξύ σοφίας και αμαθείας;
— Ποίον είνε τούτο;
— Δεν ηξεύρεις πως το να έχη κανείς ορθήν γνώμην, χωρίς να ημπορή να δώση και τον λόγον, αυτό δεν αποτελεί επιστήμην; διότι το άνευ του λόγου κατεχόμενον πώς ημπορεί να είνε επιστήμη; Αλλ' ούτε αμάθεια ημπορεί να είνε· διότι πώς ημπορεί να είνε αμάθεια η γνώσις του αληθούς; Είνε λοιπόν η τοιαύτη ορθή γνώμη κάτι μεταξύ γνώσεως και αμαθείας.
— Αληθή λέγεις, είπα εγώ.
— Δεν πρέπει λοιπόν να νομίζης ότι κατ' ανάγκην ό,τι δεν είνε ωραίον, είνε άσχημον, και ό,τι μη αγαθόν, κακόν. Έτσι και διά τον Έρωτα, αφού συμφωνείς ότι δεν είνε ούτε αγαθός ούτε ωραίος, δεν πρέπει διά τούτο να νομίζης αυτόν άσχημον και κακόν, αλλά κάτι μεταξύ των δύο τούτων.
— Εν τούτοις, παρετήρησα εγώ, όλοι συμφωνούν ότι είνε μέγας θεός.
— Ποίους εννοείς, ηρώτησεν εκείνη, τους γινώσκοντας όλους ή τους μη γινώσκοντας;
— Όλους μαζή.
Και εκείνη γελάσασα:
— Και πως είνε δυνατόν, είπεν, ω Σώκρατες, να δέχωνται αυτόν ως μέγαν θεόν εκείνοι οι οποίοι ουδέ ως θεόν καν τον δέχονται;
— Ποίοι είνε αυτοί; ηρώτησα εγώ.
— Ένας συ, είπε, και μία εγώ.
Και εγώ τότε:
— Πώς λέγεις τούτο; ηρώτησα.
Εκείνη δε:
— Εύκολα θα σου απαντήσω, είπεν. Λέγε μου, δεν νομίζεις ότι όλοι οι θεοί είνε ευδαίμονες και ωραίοι; Ή ήθελες τολμήσει να ειπής διά κανένα εκ των θεών ότι δεν είνε καλός και ευδαίμων;
— Όχι, μα τον Δία, δεν τολμώ.
— Δεν καλείς δε ευδαίμονας τους κατέχοντας τα αγαθά και τα ωραία;
— Βεβαιότατα.
— Αλλά συ δεν έμεινες σύμφωνος ότι ο Έρως επιθυμεί τ' αγαθά και τα ωραία ως στερούμενος τούτων;
— Τωόντι, το παρεδέχθην.
— Πώς λοιπόν ειμπορεί να είνε θεός ο στερούμενος των αγαθών και των ωραίων;
— Βέβαια, φαίνεται ότι δεν ημπορεί να είνε.
— Βλέπεις λοιπόν ότι και συ δεν νομίζεις τον Έρωτα ως θεόν.
— Τότε λοιπόν, είπα, τι ημπορεί να είνε ο Έρως; θνητός;
— Καθόλου.
— Αλλά τι λοιπόν;
— Αυτό που είπαμεν προτύτερα, δηλαδή μεταξύ θνητού και αθανάτου.
— Τι λοιπόν, ω Διοτίμα;
— Δαίμων μέγας, ω Σώκρατες· διότι παν δαιμόνιον είνε μέρον τι μεταξύ θεού και θνητού,
— Τίνα δε δύναμιν έχον; ηρώτησα.
— Ερμηνεύον και μεταβιβάζον εις τους θεούς τα παρ' ανθρώπων και εις τους ανθρώπους τα παρά θεών, δηλαδή των μεν τας παρακλήσεις και τας θυσίας, των δε τας προσταγάς και τας αμοιβάς των θυσιών, εν μέσω δε όν αμφοτέρων συμπληρώνει το κενόν, εις τρόπον ώστε το σύμπαν αυτό συνδέεται προς εαυτό τοιουτοτρόπως. Διά τούτου και η μαντική πάσα χωρεί και των ιερέων η τέχνη περί τ' αφορώντα εις τας θυσίας και τας ιεροτελεστίας και τας επωδάς και την μαντείαν πάσαν και γοητείαν. Διότι θεός με άνθρωπον δεν έρχεται εις συνάφειαν, αλλά διά τούτου γίνεται πάσα σχέσις και ομιλία θεών προς ανθρώπους και κατά τον ύπνον και εν εγρηγόρσει· και ο μεν περί τα τοιαύτα σοφός, δαιμόνιος ανήρ, ο δε περί άλλο τι σοφός ων ή περί τέχνας ή χειροτεχνίας τινάς, βάναυσος. Και είνε οι τοιούτοι δαίμονες πολλών ειδών, ένας δε από αυτούς είνε και ο Έρως.
— Πατρός δε, ηρώτησα εγώ, τίνος είνε και μητρός;
— Μακροτέρα μεν η εξιστόρησις τούτου, αλλ' όμως θα σου διηγηθώ το πράγμα. Όταν εγεννήθη η Αφροδίτη, εσυμποσίαζαν οι θεοί και μεταξύ αυτών και ο της Μήτιδος υιός Πόρος. Είχαν πλέον δειπνήσει, όταν, παρακινηθείσα εκ της ευωχίας, ήλθε διά να επαιτήση η Πενία και ετριγύριζεν εις την ολάνοικτον θύραν. Ο Πόρος λοιπόν, μεθυσθείς εκ του νέκταρος, διότι οίνος δεν υπήρχεν ακόμη, εισήλθεν εις τον κήπον του Διός και απεκοιμήθη βαρύς εκ της μέθης. Η Πενία τότε, έχουσα κατά νουν, ως εκ της απορίας της, να συλλάβη παιδίον εκ του Πόρου, κατακλίνεται πλησίον του και ετεκνοποίησε τον Έρωτα. Διά τούτο δε και της Αφροδίτης ακόλουθος και θεράπων έγεινεν ο Έρως, γεννηθείς εις τα γενέθλια εκείνης, και συγχρόνως εκ φύσεως εραστής του ωραίου, αφού και η Αφροδίτη ωραία είνε. Επειδή λοιπόν ο Έρως είνε του Πόρου και της Πενίας υιός, ιδού ποίος είνε ο κλήρος που έλαχεν εις αυτόν. Πρώτον μεν είνε πάντοτε πένης και αντί απαλός και ωραίος, όπως νομίζουν οι πολλοί, είνε ξηρός και ταλαιπωρημένος και ανυπόδητος και άστεγος, μικρός και ταπεινός ων πάντοτε και μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι, εις τας θύρας και εις τους δρόμους υπαίθριος κοιμώμενος, την φύσιν της μητρός έχων και σύντροφον παντοτεινόν την ένδειαν. Ως εκ της φύσεως του πατρός πάλιν αποβλέπει πάντοτε εις τα ωραία και τα αγαθά, ανδρείος ων και άφοβος και ορμητικός, θηρευτής δεινός, πάντοτε κάτι μηχανευόμενος, και γνώσεως επιθυμητής, ευκολομάθητος δε, φιλοσοφών διά παντός του βίου, δεινός γόης και μάγος και σοφιστής. Και ως εκ της φύσεώς του ούτε αθάνατος είνε ούτε θνητός αλλά την ιδίαν ημέραν τόρα μεν ζη και ακμάζει, όταν ευπορήση, τόρα δε αποθνήσκει διά ν' αναζήση πάλιν σύμφωνα με του πατρός την φύσιν, ό,τι δε πορίζεται του εκφεύγει πάντοτε· εις τρόπον ώστε ούτε απορεί ο Έρως ποτέ ούτε πλουτεί, εις το μέσον δ' ευρίσκεται πάντοτε μεταξύ σοφίας και αμαθείας. Και τούτο διά τον εξής λόγον. Κανείς από τους θεούς δεν φιλοσοφεί ουδ' επιθυμεί να γείνη σοφός· διότι είνε· ουδ' εάν τις άλλος είνε σοφός, φιλοσοφεί. Ουδέ πάλιν οι αμαθείς φιλοσοφούν, ουδ' επιθυμούν να γείνουν σοφοί· διότι αυτό ακριβώς το κακόν έχει η αμάθεια, ότι ο μη ων ούτε ωραίος ούτε αγαθός ούτε φρόνιμος νομίζει ότι έχει αρκετά από όλα αυτά· ο μη νομίζων δε ότι στερείται δεν επιθυμεί εκείνο του οποίου δεν φρονεί ότι έχει ανάγκην.
— Ποίοι λοιπόν, ω Διοτίμα, ηρώτησα εγώ, είνε οι φιλοσοφούντες, αφού ούτε οι σοφοί ούτε οι αμαθείς φιλοσοφούν;
— Αλλ' αυτό, απεκρίθη, είνε φανερόν και εις παιδί ακόμη, ότι δηλαδή οι εις το μέσον των δύο τούτων ευρισκόμενοι, μεταξύ των οποίων είνε και ο Έρως, αυτοί φιλοσοφούν. Διότι η σοφία είνε από τα ωραιότερα πράγματα, ο δε Έρως είνε έρως του ωραίου, ώστε ο Έρως αναγκαίως είνε φιλόσοφος, φιλόσοφος δε ων μεταξύ ευρίσκεται σοφού και αμαθούς. Αιτία δε και τούτου η γέννησις αυτού· διότι ο μεν πατήρ αυτού σοφός και εύπορος, η δε μήτηρ αυτού μη σοφή και άπορος. Και τοιαύτη μεν, φίλτατε Σωκράτη, η φύσις του δαίμονος· ως προς δε την ιδέαν που είχες συ περί του Έρωτος, το πάθημά σου δεν είνε άξιον απορίας. Υπέθεσες, όπως εγώ νομίζω, συμπεραίνουσα εκ των λεγομένων σου, ότι Έρως είνε το ερώμενον, όχι το ερών. Δι' αυτό, φρονώ, πάγκαλος σου εφαίνετο ο Έρως. Διότι πραγματικώς εραστόν είνε το τωόντι ωραίον και αβρόν και τέλειον και μακαριστόν· το δε ερών είνε άλλο πράγμα, οποίον δηλαδή εγώ το επαράστησα.
Είπα τότ' εγώ:
— Έστω, ω ξένη· σωστά είνε όσα λέγεις· αλλ' αφού ο Έρως είνε τοιούτος, τι χρειάζεται εις τους ανθρώπους;
— Αυτό ακριβώς, είπεν, ω Σώκρατες, θα προσπαθήσω τόρα να σε διδάξω. Είνε λοιπόν ο Έρως αρχής και φύσεως οποίας είπαμεν, είνε δε του ωραίου έρως, όπως λέγεις συ. Υπόθεσε τόρα ότι κάποιος μας ερωτά: τι είνε ο Έρως του ωραίου, ω Σώκρατες και Διοτίμα; ή διά να εκφρασθώ σαφέστερα: ο ερών το ωραίον τι ερά;
— Να το κάνη ιδικόν του, είπα εγώ.
— Αλλ' η απόκρισις αυτή, παρετήρησεν εκείνη, έχει ανάγκην μιας άλλης ερωτήσεως, τοιαύτης: τι θα συμβή εις εκείνον ο οποίος έκαμε το ωραίον ιδικόν του;
Είπα τότ' εγώ ότι, δεν είμαι εις κατάστασιν ν' απαντήσω προχείρως εις την ερώτησιν αυτήν.
— Αλλά, εξηκολούθησεν εκείνη, εάν τις μεταβαλών τας λέξεις και εις την θέσιν του ωραίου μεταχειριζόμενος το αγαθόν: έλα, Σωκράτη, σου έλεγεν, απάντησέ μου: ο ερών τα αγαθά τι ερά;
— Να τα κάνη ιδικά του, είπα εγώ.
— Και τι θα συμβή εις εκείνον ο οποίος έκαμε τα αγαθά ιδικά του;
— Εις αυτό, είπα, είνε ευκολώτερον να σου αποκριθώ, ότι θα γείνη ευδαίμων.
— Διότι οι ευδαίμονες είνε ευδαίμονες ως έχοντες ιδικά τους τα αγαθά, και δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να ερωτήσωμεν, διατί θέλει να είνε ευδαίμων ο θέλων να γείνη τοιούτος, αλλά η απάντησις φαίνεται πλήρης και τελειώνει αυτού.
— Πολύ σωστά λέγεις, είπα εγώ.
— Αυτήν δε την θέλησιν και τον έρωτα τον νομίζεις κοινόν εις όλους τους ανθρώπους, και φρονείς ότι όλοι θέλουν να έχουν ιδικά τους τα αγαθά διά παντός, ή άλλην έχεις ιδέαν;
— Έχω την ιδέαν, είπα, ότι είνε κοινός εις όλους.
— Διατί λοιπόν τότε, ω Σώκρατες, εξηκολούθηοε, δεν λέγομεν δι' όλους ότι ερώσιν, αφού πάντες και πάντοτε αγαπούν τα αυτά πράγματα, αλλά διά μερικούς μεν λέγομεν ότι ερώσι, δι' άλλους δε όχι;
— Και εγώ θαυμάζω, είπα.
— Μη θαυμάζης, είπε· διότι χωρίζοντες ένα μόνον είδος έρωτος, ονομάζομεν αυτό, μεταχειριζόμενοι το όνομα του όλου, έρωτα, διά δε τα άλλα άλλα μεταχειριζόμεθα ονόματα.
— Κανένα παράδειγμα; ηρώτησα.
— Ιδού ένα παράδειγμα. Γνωρίζεις ότι η λέξις ποίησις έχει πολύ ευρείαν έννοιαν· διότι ποίησις είνε πάσα αιτία εκ του μη όντος εις το είναι προάγουσα ό,τιδήποτε, εις τρόπον ώστε τα έργα πάσης τέχνης είνε ποιήσεις και οι δημιουργοί αυτών πάντες ποιηταί.
— Πολύ σωστά.
— Και όμως γνωρίζεις, εξηκολούθησεν εκείνη, ότι δεν καλούνται ποιηταί όλοι αυτοί, αλλ' άλλα έχουν ονόματα, από την όλην δε ποίησιν ένα μέρος αφορισθέν, το αφορών εις την μουσικήν και τα μέτρα, προσαγορεύεται με το όνομα του όλου. Διότι ποίησις αυτό μόνον καλείται, και ποιηταί οι κατέχοντες το μέρος αυτό της ποιήσεως.
— Αληθώς, έτσι είνε.
— Το αυτό συμβαίνει και με τον έρωτα, ο οποίος γενικώς μεν είνε πάσα η των αγαθών και του ευδαιμονείν επιθυμία, ο μέγιστος και δολερός και εις πάντας υπάρχων έρως· αλλ' οι μεν εις τα διάφορα άλλα είδη αυτού τρεπόμενοι, ή προς τον χρηματισμόν ή την γυμναστικήν ή την φιλοσοφίαν, ούτε ως ερώντες χαρακτηρίζονται ούτε ερασταί καλούνται, οι δε εις ένα ώρισμένον είδος επιδιδόμενοι και ασχολούμενοι επήραν το όνομα του όλου, δι' αυτούς μόνον χρησιμοποιουμένων των λέξεων έρως και εράν και ερασταί.
— Μου φαίνεται πώς έχεις δίκαιον, είπα εγώ.
— Και λέγεται μεν από μερικούς, εξηκολούθησεν, ότι ερώντες είνε οι ζητούντες το εαυτών ήμισυ, αλλ' εγώ λέγω ότι έρως δεν είνε η ζήτησις ούτε του ημίσεως ούτε του όλου, εάν τούτο δεν είνε αγαθόν, αφού οι άνθρωποι και πόδας και χείρας εαυτών παρέχουν θεληματικώς διά ν' αποκοπούν, όταν νομίζουν τα μέλη τους αυτά ως κακώς έχοντα. Πραγματικώς, νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν αγαπούν απλώς εκείνο που είνε ιδικόν τους, εκτός εάν τις το μεν αγαθόν καλή οικείον και ιδικόν του, το δε κακόν ξένον· διότι οι άνθρωποι διά κανέν άλλο πράγμα δεν αισθάνονται έρωτα, παρά μόνον διά το αγαθόν· ή δεν φρονείς και συ το ίδιον;
— Μα τον Δία, κ' εγώ το ίδιον φρονώ.
— Άρα λοιπόν, επανέλαβεν εκείνη, νομίζεις ότι αρκεί να λέγωμεν απλώς, ότι οι άνθρωποι έχουν έρωτα προς το αγαθόν;
— Ναι, είπα.
— Αλλά πώς! δεν είνε ανάγκη να προστεθή ότι ο έρως αυτών αποβλέπει και εις το να γείνη ιδικόν τους το αγαθόν;
— Βέβαια πρέπει να προστεθή και αυτό.
— Αλλά τότε, είπε, δεν πρέπει να προσθέσωμεν ακόμη και ότι επιθυμούν όχι μόνον να γείνη ιδικόν τους το αγαθόν, αλλά και να είνε ιδικόν τους πάντοτε;
— Και αυτό πρέπει να προστεθή.
— Με ολίγας λοιπόν λέξεις, εξηκολούθησεν, έρως είνε η επιθυμία του κατέχειν πάντοτε το αγαθόν.
— Πολύ σωστά.
— Αφού λοιπόν τοιούτος είνε ο έρως, εξηκολούθησεν η Διοτίμα, κατά ποίον τρόπον πρέπει να καταβάλλεται και εις ποίαν πράξιν πρέπει ν' αποβλέπη η προσπάθεια και η επιμονή των διωκόντων το αγαθόν, διά να ημπορή να κληθή έρως; Εις τι συνίσταται το έργον τούτο; Ημπορείς να μου ειπής;
— Αλλ' αν τα ήξευρα αυτά, ω Διοτίμα, απεκρίθην εγώ, δεν θα εθαύμαζα διά την σοφίαν σου και δεν θα εσύχναζα εδώ διά να τα μάθω.
— Να σου το ειπώ λοιπόν εγώ. Συνίσταται τούτο εις το να γεννήση τις, είτε κατά το σώμα είτε κατά την ψυχήν, μέσα εις το ωραίον.
— Αλλ' αυτό που λέγεις, είπα, χρειάζεται μαντικήν δύναμιν διά να εξηγηθή, και δεν εννοώ τίποτε.
— Θα σου ομιλήσω σαφέστερα, είπεν εκείνη. Όλοι οι άνθρωποι, ω Σώκρατες, εγκυμονούν και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, και όταν φθάση ο κατάλληλος καιρός, η φύσις ημών επιθυμεί να γεννήση. Γέννησις όμως μέσα εις το άσχημον δεν είνε δυνατή, αλλά μόνον εις το ωραίον. Και η συνουσία ανδρός και γυναικός γέννησις είνε. Είνε δε τούτο θείον το πράγμα, και αυτό είνε που υπάρχει αθάνατον μέσα εις το θνητόν ζώον, η κύησις και η γέννησις. Αλλ' αυτά είνε αδύνατον να γείνουν μέσα εις το ανάρμοστον. Ανάρμοστον δε είνε το άσχημον εις κάθε τι που είνε θείον, εις το οποίον μόνον το ωραίον αρμόζει. Μοίρα λοιπόν και Ειλείθυια εις την γέννησιν είνε η καλλονή (21). Διά τούτο όταν μεν το κυοφορούν πλησιάζη το ωραίον, και ιλαρύνεται και ευφραινόμενον γίνεται διαχυτικόν και τίκτει και γεννά· όταν δε το άσχημον, και σκυθρωπόν γίνεται και λυπούμενον συμμαζεύεται και αποτροπιάζεται και σφίγγεται και δεν γεννά, αλλά συγκρατούν το κύημα υποφέρει. Εκ τούτου ο αγωνιώδης εκείνος πόθος εις το κυοφορούν και σπαργών ήδη προς το ωραίον, της απολύσεως γινομένης με πολύν πόνον. Διότι ο Έρως, ω Σώκρατες, δεν είνε του ωραίου έρως, όπως νομίζεις συ.
— Αλλά τι λοιπόν;
— Της γεννήσεως και του τοκετού εν τω ωραίω.
— Ας το παραδεχθώ, είπα εγώ.
— Το πράγμα έχει ακριβώς όπως σου λέγω, είπεν εκείνη.
— Αλλά διατί λοιπόν της γεννήσεως;
— Διότι η γέννησις αποτελεί το αειγενές και αθάνατον εις την θνητήν αυτού φύσιν. Ο πόθος δε του αγαθού αναγκαίως συνυπάρχει μετά του πόθου της αθανασίας, όπως συνάγεται εξ όσων είπαμεν, αφού έρως είνε η επιθυμία του έχειν το αγαθόν διά παντός. Εκ τούτου έπεται κατ' ανάγκην ότι ο Έρως είνε και της αθανασίας έρως.
Εκτός όλων αυτών τα οποία μ' εμάνθανεν η Διοτίμα, όταν η συνομιλία εστρέφετο περί τα ερωτικά, κάποτε με ηρώτησε:
— Ποίον νομίζεις, ω Σώκρατες, ότι είνε το αίτιον του έρωτος τούτου και της επιθυμίας; Ή δεν έχεις παρατηρήσει πόσον αλλοκότως διατίθενται όλα τα ζώα, και τα χερσαία και τα πτηνά, όταν καταληφθούν υπό της επιθυμίας να γεννήσουν, νοσούντα πάντα και ερωτικώς διατιθέμενα, πρώτον μεν περί την προς άλληλα μίξιν, έπειτα δε περί την τροφήν του γεννηθέντος, και έτοιμα είνε υπέρ τούτων και να διαμάχωνται τα ασθενέστατα προς τα ισχυρότατα και ν' αποθνήσκουν υπερασπιζόμενα αυτά, και πείναν να υποφέρουν διά να τα θρέφουν, και κάθε άλλο να κάμουν. Και διά μεν τους ανθρώπους θα ήτο δυνατόν να υποτεθή ότι όλ' αυτά γίνονται εκ λογισμού. Αλλά τα ζώα ποία είνε η αιτία που τα παρορμά εις τοιαύτην ερωτικήν διάθεσιν; Ημπορείς να μου ειπής;
Της απήντησα και πάλιν ότι δεν εγνώριζα τον λόγον.
Και εκείνη:
— Φρονείς λοιπόν ότι είνε δυνατόν ποτε να γείνης δεινός περί τα ερωτικά, όταν αγνοής τοιαύτα πράγματα;
— Αλλ' ακριβώς διά να μάθω αυτά έρχομαι, Διοτίμα, όπως σου είπα και προτύτερα, γνωρίζων ότι έχω ανάγκην διδασκάλων. Λέγε μου λοιπόν και τούτων την αιτίαν και όλων των άλλων όσα έχουν σχέσιν με τα ερωτικά.
Λοιπόν, είπεν, εάν πιστεύης ότι ο έρως αποβλέπει εις εκείνο περί του οποίου πολλάκις εμείναμεν σύμφωνοι, δεν πρέπει ν' απορής. Διότι και εδώ ο αυτός με τον προηγούμεναν υπάρχει λόγος, ότι η θνητή φύσις ζητεί κατά το δυνατόν την διαιώνισιν και την αθανασίαν. Τούτο δε μόνον διά της γεννήσεως είνε δυνατόν να το επιτύχη, καθόσον δι' αυτής καταλείπει άλλο νέον αντί του παλαιού, αφού άλλως και κάθε, ζώον εφ' όσον ζη θεωρείται το αυτό, χωρίς να είνε, όπως λόγου χάριν ο εκ παιδαρίου γενόμενος πρεσβύτης λέγεται ότι είνε ο αυτός πάντοτε· ενώ ούτος, μολονότι λέγεται ότι είνε ο αυτός, εν τούτοις ποτέ δεν μένει τα αυτά έχων εν εαυτώ, αλλ' αποβάλλων αυτά γίνεται διαρκώς νέος άνθρωπος και κατά τας τρίχας και κατά την σάρκα και τα οστά και το αίμα και ολόκληρον εν γένει το σώμα. Και όχι μόνον κατά το σώμα γίνεται η αλλαγή αυτή, αλλά και κατά την ψυχήν ακόμη οι τρόποι, τα ήθη, ιδέαι, επιθυμίαι, ηδοναί, λύπαι, φόβοι, καθέν από αυτά δεν μένουν τα ίδια εις κάθε άτομον, αλλά διαρκώς αλλάσσουν, νέων μεν γεννωμένων, των δε παλαιών αποβαλλομένων. Το παραδοξότερον δε είνε ακόμη, ότι και αι γνώσεις ημών όχι μόνον αι μεν γίνονται αι δε χάνονται και ποτέ δεν είμεθα οι ίδιοι ουδέ κατά τας γνώσεις, αλλά και καθεμία από τας γνώσεις πάσχει το αυτό. Διότι εκείνο που καλείται σκέψις, λόγον έχει το ότι η γνώσις θνήσκει· καθόσον η λήθη θάνατος είνε της γνώσεως, η δε σκέψις εξ άλλου, νέαν εμποιούσα αντί της απελθούσης μνήμην, σώζει την γνώσιν, εις τρόπον ώστε φαίνεται ότι είνε η ιδία. Κατά τον ίδιον τρόπον σώζεται παν το θνητόν, όχι δηλαδή διότι είνε πάντοτε το αυτό, όπως συμβαίνει εις το θείον, αλλά διότι το απερχόμενον και παλαιούμενον αφίνει εις την θέσιν του άλλο νέον όμοιόν του. Αυτό είνε το μέσον, ω Σώκρατες, διά του οποίου το θνητόν μετέχει της αθανασίας, και σώμα και όλα τάλλα· δι' άλλου τρόπου το πράγμα είνε αδύνατον. Μη απορής λοιπόν διότι εκ φύσεως παν το θνητόν τόσην αποδίδει αξίαν εις το γέννημά του· διότι ακολουθία του προς την αθανασίαν πόθου είνε η σπουδή αυτή και ο έρως.
Και εγώ ακούσας αυτά εθαύμασα και είπα:
— Λαμπρά όλ' αυτά, ω σοφωτάτη Διοτίμα· αλλά να είνε αληθώς έτσι; ηρώτησα.
Και εκείνη, ως τέλειος σοφιστής:
— Να είσαι βέβαιος περί τούτου, ω Σώκρατες, είπεν αφού και εις την φιλοτιμίαν των ανθρώπων αν θελήσης ν' αποβλέψης, θα ευρεθής ίσως εις απορίαν διά το παράλογον του πράγματος, αν δεν έχης υπ' όψιν σου όσα είπα, αναλογιζόμενος πόσον υπερβολικός είνε εις όλους ο έρως του να γείνουν ονομαστοί και δόξαν αθάνατον εις αιώνα τον άπαντα ν' αφήσουν, και υπέρ τούτου έτοιμοι είνε, περισσότερον ακόμη παρά υπέρ των τέκνων και κάθε κίνδυνον να κινδυνεύσουν και χρήματα να δαπανήσουν και κόπους να υποστούν και την ζωήν να θυσιάσουν. Ή, φαντάζεσαι συ, εξηκολούθησεν, ότι η Άλκηστις ήθελεν αποφασίσει ν' αποθάνη υπέρ του Αδμήτου, ή ο Αχιλλεύς διά να εκδικήση τον θάνατον του Πατρόκλου, ή ότι ο ιδικός σας ο Κόδρος ήθελε θυσιάσει την ζωήν του υπέρ της βασιλείας των τέκνων του, αν δεν ενόμιζαν ότι θα μείνη αθάνατος η μνήμη της αρετής αυτών, όπως και έμεινεν εις ημάς σήμερον; Κάθε άλλο. Υπέρ αρετής όμως αθανάτου και τοιαύτης δόξης ευκλεούς πάντες το παν είνε ικανοί να πράξουν, και μάλιστα όσον καλύτεροι είνε, τόσον περισσότερον διότι έχουν τον έρωτα του αθανάτου. Οι μεν λοιπόν κατά τα σώματα εγκύμονες όντες, εξηκολούθησε, προς τας γυναίκας μάλλον τρέπονται και είνε ερωτικοί προς αυτάς, διά παιδογονίας αθανασίαν και μνήμην και ευδαιμονίαν, όπως νομίζουν, ποριζόμενοι διά τον έπειτα χρόνον πάντα· οι δε κατά την ψυχήν — διότι υπάρχουν οι κυοφορούντες κατά τας ψυχάς πολύ περισσότερον παρά κατά τα σώματα — προς όσα αρμόζουν εις της ψυχής τας συλλήψεις και τα γεννήματα· τι δε αρμόζει εις την ψυχήν; φρόνησις και πάσα άλλη αρετή· τούτων δε γεννήτορες είνε και οι ποιηταί πάντες και όσοι άλλοι χαρακτηρίζονται εκ των έργων των ως εφευρετικοί· ιδιαιτέρως δε μεγάλη και καλλίστη είνε η φρόνησις η στρεφομένη περί την διαρρύθμισιν των πραγμάτων της πολιτείας και της κοινωνίας, της οποίας το όνομα είνε σωφροσύνη και δικαιοσύνη· τούτων λοιπόν των αρετών όταν είνε τις εγκύμων εκ νεότητος, και της καταλλήλου ηλικίας ερχομένης επιθυμή ήδη να γεννήση, ζητεί βέβαια τριγύρω του και ο τοιούτος θείος αληθώς ανήρ το ωραίον μέσα εις το οποίον είνε δυνατόν να γεννήση· διότι εις το άσχημον αδύνατον να γεννήση. Και ως προς τα σώματα λοιπόν προτιμά, ως κυοφορών, τα ωραία από τα άσχημα, εάν δε τύχη να εύρη και την ψυχήν ωραίαν, γενναίαν και επιτηδείαν εκ φύσεως, αρέσκεται υπερβολικά εις τον συνδυασμόν αυτών αμφοτέρων, και προς τον άνθρωπον τούτον καθίσταται ευθύς εύγλωττος εις λόγους περί αρετής και περί του οποίος πρέπει να είνε ο ανήρ ο αγαθός και ποία τα καθήκοντά του, και εν γένει επιχειρεί να τον διδάξη. Και τούτο, μου φαίνεται, διότι ερχόμενος εις συνάφειαν με το ωραίον και αναστρεφόμενος με αυτό, όσα προ πολλού εγκυμονούσε τίκτει και γεννά· είτε παρών δε είτε απών, τον νουν του έχει πάντοτε προς τον αγαπώμενον και το γεννηθέν συνεκτρέφει κοινώς μετ' εκείνου, εις τρόπον ώστε και ο μεταξύ αυτών δεσμός πολύ στενώτερος του εκ των παίδων κρατείται και η φιλία ασφαλεστέρα, καθόσον μετέχουν τέκνων ωραιοτέρων και αθανατωτέρων. Και καθένας θα εδέχετο πολύ προθυμότερα να του γεννηθούν τοιαύτα τέκνα παρά τα ανθρώπινα, αποβλέπων εις τον Όμηρον και τον Ησίοδον και τους άλλους μεγάλους ποιητάς και θαυμάζων οποία γεννήματα εαυτών αφήκαν, γεννήματα τα οποία προσπορίζουν εις αυτούς αθάνατον κλέος και μνήμην τοιαύτα όντα· ή θαυμάζων, αν θέλης άλλως, εξηκολούθησεν, όποια τέκνα αφήκεν εις την Λακεδαίμονα ο Λυκούργος, σωτήρας της Λακεδαίμονος, και της Ελλάδος επάνω κάτω. Άξιος δε πάσης τιμής και εις σας ο Σόλων διά την γέννησιν των νόμων, και άλλοι εις πολλάς άλλας χώρας άνδρες, και μεταξύ των Ελλήνων και μεταξύ των βαρβάρων, πολλά και μεγάλα έργα κατορθώσαντες και παντός είδους αρετήν γεννήσαντες· εις τους τοιούτους δε γεννήτορας και ιερά πολλά έχουν ανεγερθή διά τους τοιούτους αυτών παίδας, ενώ διά τους ανθρωπίνους εις κανένα ποτέ.
Και εις αυτά μεν τας ερωτικά, ω Σώκρατες, εξηκολούθησεν η Διοτίμα, είνε ίσως δυνατόν να μυηθής και συ· όσον αφορά όμως εις τα τέλεια και τον τελευταίον βαθμόν της μυήσεως αποτελούντα, εις τα οποία άλλως ως προπαρασκευή χρησιμεύουν· τα πρώτα, εάν τις θέλη ν' ακολουθήση τον ορθόν τρόπον μυήσεως, δεν ηξεύρω εάν θα είσαι ικανός. Εν τούτοις εγώ θα σου εκθέσω και αυτά χωρίς να υστερήσω εις προθυμίαν. Προσπάθησε λοιπόν να μ' ακολουθήσης, όπως ημπορείς καλύτερα. Πρέπει λοιπόν ο θέλων να προβή ορθώς επί του αντικειμένου τούτου ν' αρχίση από νέος να επιδιώκη τα ωραία σώματα, και πρώτον μεν, εάν οδηγήται από κρίσιν ορθήν, ν' αγαπά ένα σώμα και ενταύθα να γεννά λόγους ωραίους, έπειτα δε να εννοήση ότι το κάλλος το υπάρχον εις ένα οιονδήποτε σώμα είνε αδελφόν του εις άλλο σώμα υπάρχοντος, και ότι επομένως, αφού πρέπει να επιδιώκη το σωματικόν κάλλος, είνε πολύ παράλογον να μη θεωρή ως ένα και το αυτό το εις όλα τα σώματα κάλλος· αφού δ' εννοήση τούτο, πρέπει να γείνη εραστής όλων των καλών σωμάτων και να χαλαρώση κάθε προσήλωσιν αποκλειστικήν προς ένα μόνον σώμα, θεωρών το τοιούτον αίσθημα ως μικροπρεπές και καταφρονητέον· μετά δε ταύτα, να θεωρήση το ψυχικόν κάλλος ως τιμιώτερον του σωματικού, εις τρόπον ώστε εάν εύρη είς τινα ωραίαν, την ψυχήν, έστω και αν το σώμα πολύ ολίγην παρουσιάζη ανθηρότητα, ν' αρκήται εις αυτό και ν' αγαπά και φροντίζη και γεννά λόγους συντείνοντας εις το να καταστήσουν τους νέους καλυτέρους, έως ότου αναγκαίως φθάση εις το σημείον ν' αντιληφθή το ωραίον εις τα έργα και εις τους νόμους και ιδή ότι παντού το ωραίον είνε το αυτό, και επομένως θεωρήση το σωματικόν κάλλος ως πράγμα ευτελές, μετά δε τα έργα φθάση εις τας επιστήμας διά να ιδή πάλιν εκεί το κάλλος των επιστημών, και βλέπων τόρα εμπρός του ευρείαν την άποψιν του ωραίου, παύση πλέον να είνε ευτελής και μικρολόγος δουλεύων ωσάν δούλος εις το κάλλος ενός μόνου, είτε παιδαρίου είτε ανθρώπου είτε έργου, αλλά εστραμμένος και θεωρών το ευρύ πέλαγος του ωραίου πολλούς και ωραίους λόγους και μεγαλοπρεπείς γεννά και διανοήματα φιλοσοφικά εν αφθονία, έως ότου ισχυροποιηθείς και αυξηθείς ενταύθα κατίδη· μίαν τινά επιστήμην, η οποία είνε η επιστήμη του καλού ως εξής. Προσπάθησε δε τόρα να εντείνης την προσοχήν σου όσον ημπορείς περισσότερον.
Εκείνος δηλαδή όστις ήθελε παιδαγωγηθή έως εδώ εις τα ερωτικά, αφού διήλθε θεώμενος κατά σειράν και ορθώς όλους τους βαθμούς του ωραίου, φθάσας ήδη εις το τέλος, θα ιδή έξαφνα κάποιον θαυμάσιον την φύσιν κάλλος, ακριβώς εκείνο, ω Σώκρατες, διά το οποίον κατεβλήθησαν όλοι οι προηγούμενοι κόποι, πρώτον μεν αιώνιον ον και ούτε γεννώμενον ούτε εξαφανιζόμενον, ούτε αυξανόμενον ούτε φθίνον, έπειτα δε όχι ωραίον μεν κατά τούτο, άσχημον δε κατ' εκείνο, ουδέ άλλοτε μεν ωραίον, άλλοτε δε όχι, ουδέ ωραίον μεν σχετικώς με αυτό, άσχημον δε σχετικώς μ' εκείνο, ουδέ ωραίον μεν εδώ, άσχημον δε εκεί ή ωραίον μεν δι' αυτούς, άσχημον δε δι' εκείνους· εξ άλλου δε το κάλλος τούτο δεν θα παρουσιασθή εις αυτόν ωσάν κάποιον πρόσωπον ωραίον ή χείρες ή άλλο τι σωματικόν, ούτε ως λόγος ούτε ως επιστήμη, ούτε ως ευρισκόμενον εις άλλο τι, λόγου χάριν εις ζώον τι ή εις την γην ή εις τον ουρανόν ή οπουδήποτε αλλού, αλλ' ως αυτό καθ' εαυτό υπάρχον απολύτως και αιωνίως χωρίς να έχη το όμοιόν του, παντός άλλου ωραίου πράγματος μετέχοντος τρόπον τινά εκείνου, και τοιούτον ώστε, ενώ όλα τα άλλα γεννώνται και αφανίζονται, εκείνο ούτε αύξησιν ούτε ελάττωσιν να υφίσταται ούτε άλλο τι να πάσχη. Όταν τις λοιπόν ορμώμενος από των κατωτέρων βαθμίδων διά της ορθής παιδεραστίας ανέλθη μέχρι του σημείου ώστε ν' αρχίση να βλέπη το κάλλος εκείνο, εγγίζει σχεδόν εις το τέρμα. Διότι αυτή ακριβώς είνε η ορθή οδός προς τα ερωτικά, είτε μόνος του βαίνει τις είτε οδηγούμενος υπό άλλου, το ν' αρχίση δηλαδή εκ των κάτω, έχων υπ' όψιν του ν' αναβή, προς το κάλλος εκείνο μεταχειριζόμενος τρόπον τινά βαθμίδας, ήτοι από ενός σώματος αναβαίνων εις τα δύο και από των δύο εις όλα τα ωραία σώματα, και από των ωραίων σωμάτων εις τα ωραία έργα, και από των ωραίων έργων εις την ωραιότητα της μαθήσεως, έως ότου από μαθήσεως εις μάθησιν καταλήξη εις την μάθησιν εκείνην η οποία δεν είνε τίποτε άλλο ειμή αυτού του καλού η μάθησις και η γνώσις τέλος αυτού τούτου του απολύτου καλού. Εάν, ω φίλε Σώκρατες, εξηκολούθησεν, υπάρχη τι διά το οποίον αξίζει να ζήση ο άνθρωπος, τούτο είνε, περισσότερον από κάθε άλλο, το να φθάση μέχρι της θέας ταύτης αυτού του καλού. Το οποίον εάν ποτε ιδής, δεν θα σου φανή πώς έχει καμμίαν σχέσιν με τον χρυσόν και τα φορέματα και τους ωραίους παίδας ή νέους, τους οποίους βλέπων τόρα μένεις με ανοικτόν το στόμα και έτοιμος είσαι, και συ και άλλοι πολλοί, να στερηθήτε και φαγητού και πότου, αρκεί μόνον να βλέπετε και συναναστρέφεσθε τους αγαπωμένους παντοτεινά, αν υπήρχε τρόπος να ήτο τούτο δυνατόν. Αλλ' εάν σεις κάνετε έτσι διά τους ωραίους νέους, τι πρέπει τότε να υποθέσωμεν ότι συμβαίνει εις εκείνον ο οποίος ήθελε δυνηθή να ιδή αυτό το καλόν, άδολον, καθαρόν, αμιγές, και όχι γεμάτον από ανθρωπίνας σάρκας και χρώματα και την άλλην περισσήν ματαιότητα της θνητής φύσεως, αυτό δηλαδή το θείον κάλλος το μοναδικόν εις το είδος του; Νομίζεις τάχα ότι θα είνε ελεεινή η ζωή ενός τοιούτου ανθρώπου έχοντος το βλέμμα προσηλωμένον προς τα εκεί και θεωμένου και εις σχέσεις ευρισκομένου προς τοιούτον κάλλος; Δεν εννοείς τάχα, εξηκολούθησεν, ότι μόνον εδώ ο διά μέσου εκείνου εις το οποίον είνε ορατόν το καλόν βλέπων αυτό θα ημπορέση να γεννήση όχι είδωλα αρετής, ως ερχόμενος εις συνάφειαν όχι με είδωλον, αλλ' αληθινήν αρετήν, ως ερχόμενος εις συνάφειαν με το αληθές; και ότι μόνον ο γεννήσας και εκθρέψας αληθή αρετήν ημπορεί να είνε θεοφιλής; και ότι υπέρ πάντα άλλον άνθρωπον δυνάμενον να είνε αθάνατος εις αυτόν προ παντός επιφυλάσσεται η αθανασία;
Αυτά, ω Φαίδρε και σεις οι άλλοι, είπε μεν η Διοτίμα, πείθομαι δε κ' εγώ ότι είνε σωστά. Έχων δε τοιαύτην πεποίθησιν, προσπαθώ να πείσω και τους άλλους ότι προς επιτυχίαν ενός τόσον μεγάλου καλού διά την ανθρωπίνην φύσιν συνεργόν καλύτερον από τον Έρωτα δεν θα ημπορούσε κανείς εύκολα να εύρη. Διά τούτο εγώ τουλάχιστον λέγω ότι πας τις έχει χρέος να τιμά τον Έρωτα, όχι μόνον δε ο ίδιος τιμώ τα ερωτικά και εξαιρετικήν επιμέλειαν καταβάλλω δι' αυτά, αλλά και τους άλλους συμβουλεύω, και τόρα δε και πάντοτε εγκωμιάζω την δύναμιν και την ανδρείαν του Έρωτος, όσον ημπορώ καλύτερα.
Αυτά, ω Φαίδρε, είχα να ειπώ εγώ διά τον Έρωτα, συ δε, αν μεν θέλης, πάρε τα ότι ελέχθησαν ως εγκώμιον εις τον Έρωτα, ειδεμή ονόμασέ τα όπως άλλως σου αρέσει να τα ονομάσης.
Ταύτα ειπόντος του Σωκράτους, κατά την αφήγησιν του Αριστοδήμου, οι μεν άλλοι επεδοκίμαζον επαινούντες, ο δε Αριστοφάνης ετοιμάζετο κάτι να ειπή, διότι ο Σωκράτης εις τον λόγον του είχε κάμει κάποιον υπαινιγμόν περί των υπ' αυτού λεχθέντων αλλ' έξαφνα ηκούσθη κρουομένη η αύλειος θύρα κατά τρόπον όλως διόλου απρεπή και συγχρόνως φωναί ωσάν ανθρώπων εις ευθυμίαν διατελούντων, εις τας οποίας διεκρίνετο και φωνή αυλητρίδος.
— Παιδιά, είπε τότε ο Αγάθων αποτεινόμενος προς τους δούλους, δεν πηγαίνετε να ιδήτε τι τρέχει; Και αν μεν είνε κανείς από τους ιδικούς μας, τον προσκαλείτε μέσα· ειδεμή, ειπέτε ότι δεν πίνομεν πλέον τόρα, αλλ' αναπαυόμεθα.
Μετ' ολίγον ηκούσθη εις την αυλήν η φωνή του Αλκιβιάδου φοβερά μεθυσμένου και φωνασκούντος, ερωτώντος δε πού είνε ο Αγάθων και διατάσσοντος να τον οδηγήσουν παρ' αυτώ. Έπειτα δε, οδηγούμενος και υποβασταζόμενος από την αυλητρίδα και μερικούς άλλους από τους συντρόφους του, εφάνη και ο ίδιος εις την ολάνοικτον θύραν, όπου και εστάθη στεφανωμένος με παχύφυλλον στέφανον από κισσόν και ία και έχων εις την κεφαλήν πάρα πολλάς ταινίας, και είπεν:
— Άνδρες, χαίρετε! θα δεχθήτε ως συμπότην σας και ένα άνθρωπον φοβερά μεθυσμένον, ή να φύγωμεν αφού στεφανώσωμεν μόνον τον Αγάθωνα; διότι δι' αυτό ήλθομεν. Χθες εγώ δεν κατώρθωσα να έλθω· έρχομαι λοιπόν τόρα φέρων εις την κεφαλήν τας ταινίας, διά να τας πάρω από την ιδικήν μου κεφαλήν και να περιβάλω δι' αυτών την κεφαλήν του σοφωτάτου και ωραιοτάτου των ανδρών, διότι έτσι εστοχάσθηκα ότι είνε πρέπον, θα γελάσετε ίσως μαζή μου, επειδή είμαι μεθυσμένος; Μου είνε αδιάφορον διότι, και αν σεις γελάτε, εγώ όμως ηξεύρω καλά ότι λέγω αληθή. Και τόρα σεις απ' εκεί λέγετε μου ωρισμένως, να έμβω ή όχι; θα συμπίετε μαζή μου ή όχι;
Όλοι τότε εφώναξαν και του έλεγαν να εμβή μέσα και να κατακλιθή, επίσης δε τον εκάλει και ο Αγάθων. Ο Αλκιβιάδης επροχώρησε τότε οδηγούμενος υπό των συντρόφων του, καταγινόμενος δε συγχρόνως ν' αφαιρέση τας ταινίας διά να περιβάλη με αυτάς την κεφαλήν του Αγάθωνος, δεν παρετήρησε τον Σωκράτη, καίτοι ακριβώς εμπρός του ευρισκόμενον, αλλ' ετοποθετήθη πλησίον του Αγάθωνος, μεταξύ ακριβώς τούτου και του Σωκράτους, όστις είχε παραμερίσει διά να του κάμη θέσιν. Άμα ο Αλκιβιάδης εκάθησε, ησπάσθη τον Αγάθωνα και περιέβαλε την κεφαλήν αυτού με τας ταινίας.
Τούτων γενομένων,
— Παιδιά, είπεν ο Αγάθων προς τους δούλους, λύσατε τα υποδήματα του Αλκιβιάδου διά να κατακλιθή εδώ μεταξύ των δύο.
— Ευχαρίστως, είπεν ο Αλκιβιάδης· αλλά ποίος είνε ο τρίτος συμπότης μας;
Συγχρόνως δε εστράφη και είδε τον Σωκράτη, αλλά μόλις τον είδε ανεπήδησε και είπε:
— Ω Ηράκλεις! τι είνε τούτο; Ο Σωκράτης είνε αυτός; Ενεδρεύων με λοιπόν και πάλιν είχες κατακλιθή εδώ, διά να παρουσιασθής έξαφνα, κατά την συνήθειάν σου, εκεί όπου εγώ κάθε άλλο παρά ότι θα είσαι και συ εφανταζόμην; Και τόρα τι ήλθες να κάμης εδώ; Και διατί ακόμη κατεκλίθης εδώ και όχι κοντά εις τον Αριστοφάνη ή κανένα άλλον, αν υπάρχη, ευθυμολόγον ή αρεσκόμενον εις τα αστεία, αλλά τα κατάφερες να ευρίσκεσαι κοντά εις τον ωραιότερον από τους εδώ μέσα;
Και ο Σωκράτης:
— Αγάθων, είπε, κύτταξε να με προστατεύσης· διότι ο έρως του ανθρώπου αυτού δεν είνε μικρόν κακόν δι' εμέ. Από τον καιρόν που τον ερωτεύθηκα δεν μου επιτρέπεται πλέον ούτε να κυττάξω ούτε να συνομιλήσω με ωραίον κανένα, διότι άλλως ζηλοτυπών και παραφερόμενος προβαίνει εις πράγματα απίστευτα, υβρίζων και μόλις συγκρατούμενος από του να σηκώση και χείρα εναντίον μου. Κύτταξε λοιπόν μην κάμη τα ίδια και τόρα, αλλά προσπάθησε να μας συνδιαλλάξης, ή αν αρχίση τας παραφοράς του, προστάτευσέ με, διότι εγώ φοβούμαι φοβερά την μανίαν αυτού και την φιλεραστίαν.
— Συνδιαλλαγή μεταξύ εμού και σου είνε αδύνατος, είπεν ο Αλκιβιάδης. Αλλά θα σ' εκδικηθώ δι' αυτά αργότερα. Τόρα δε, Αγάθων, επρόσθεσε, δος μου από τας ταινίας σου να περιβάλω και τούτου την θαυμαστήν αυτήν εδώ κεφαλήν, διά να μη έχη εναντίον μου το παράπονον ότι σε μεν ανέδεσα, αυτόν δε νικώντα εν λόγοις πάντας τους ανθρώπους, όχι εις μίαν μόνον περίστασιν όπως συ, αλλά πάντοτε, δεν ανέδεσα.
Συγχρόνως λαβών από τας ταινίας του Αγάθωνος ανέδεσε την κεφαλήν του Σωκράτους και έπειτα εξαπλώθη.
Αφού δε κατεκλίθη:
— Καλά όλ' αυτά, είπεν, αλλά μου φαίνεσθε νήφοντες, ω άνδρες· αυτό δε δεν είνε πράγμα που ημπορεί να επιτραπή, και επομένως πρέπει να πίωμεν διότι με αυτήν την συμφωνίαν εμβήκα. Εκλέγω λοιπόν εμαυτόν άρχοντα της πόσεως, έως ότου να πίετε και σεις αρκετά. Ας φέρουν λοιπόν, Αγάθων, αν υπάρχη, κανένα μέγα κύπελλον. Ή μάλλον δεν χρειάζεται τίποτε, παρά συ, παιδί, επρόσθεσεν ιδών ένα ψυκτήρα χωρούντα περισσότερον από οκτώ κοτύλας (22), φέρ' εδώ εκείνον εκεί τον ψυκτήρα.
Του ψυκτήρος αυτού γεμισθέντος έως επάνω, εκένωσε πρώτος αυτός όλον το περιεχόμενον, έπειτα δε παρήγγειλε να τον γεμίσουν διά τον Σωκράτη, λέγων συγχρόνως:
— Ως προς τον Σωκράτη, ω άνδρες, ηξεύρω ότι το σόφισμά μου αυτό δεν με ωφελεί εις τίποτε· διότι αυτός ημπορεί να πίη όσον θέλει κανείς, χωρίς να υπάρχη μεγαλύτερα ελπίς μήπως ποτέ μεθυσθή.
Και ο μεν Σωκράτης, όταν ο δούλος εγέμισε τον ψυκτήρα, έπινε· ο δε Ερυξίμαχος:
— Πώς εννοείς λοιπόν, είπε, να κάμωμεν, Αλκιβιάδη; έτσι θα πίνωμεν χωρίς ούτε ομιλίαν ούτε άσματα, απαράλλακτα όπως οι διψώντες;
Και ο Αλκιβιάδης:
— Ερυξίμαχε, είπε, λαμπρότατε γόνε λαμπροτάτου πατρός και σωφρονεστάτου, χαίρε.
— Χαίρε και συ, είπεν ο Ερυξίμαχος· αλλά λέγε τι πρέπει να κάμωμεν;
— Ό,τι ορίσης συ· διότι οφείλομεν να σε υπακούωμεν·
ιατρός γαρ ανήρ πολλών αντάξιος άλλων (23)·
διάταξε λοιπόν ό,τι θέλεις.
— Άκουσε τότε, είπεν ο Ερυξίμαχος. Ημείς, πριν να έλθης συ, είχαμεν εύρει πρέπον να ομιλήση καθένας με την σειράν του, όπως θα ημπορούσε καλύτερα, περί Έρωτος, εγκωμιάζων αυτόν, αρχής γινομένης εκ δεξιών. Και ημείς μεν οι άλλοι όλοι ωμιλήσαμεν. Οφείλεις λοιπόν και συ, αφού έπιες χωρίς να ειπής τίποτε, να ομιλήσης, αφού δε τελειώσης, θα ορίσης εις τον Σωκράτη ό,τι θέμα θέλεις, και αυτός πάλιν εις τον προς τα δεξιά του και ούτω καθεξής διά τους άλλους.
— Αλλά, Ερυξίμαχε, είπεν ο Αλκιβιάδης, καλόν μεν είνε αυτό που λέγεις, δεν υπάρχει όμως διόλου ισότης, προκειμένου μεθυσμένος άνθρωπος να εκτεθή εις σύγκρισιν προς τους λόγους νηφόντων. Έπειτα, ω μακάριε άνθρωπε, μήπως επείσθης από εκείνα που είπε προ ολίγου ο Σωκράτης; και δεν ηξεύρεις ότι συμβαίνει όλως διόλου το εναντίον από ό,τι έλεγε; Διότι αυτός, εάν εγώ επαινέσω εμπρός του κανένα άλλον ή θεόν ή άνθρωπον και όχι αυτόν, δεν θα κρατηθή να με καταχειρίση.
— Τι είν' αυτά πάλιν; είπεν ο Σωκράτης.
— Μα τον Ποσειδώνα, είπεν ο Αλκιβιάδης, μη θέλης να διαμαρτυρηθής, διότι εγώ δεν είνε δυνατόν να επαινέσω κανένα άλλον σου παρόντος.
— Κάμε έτσι λοιπόν, αν θέλης, είπεν ο Ερυξίμαχος· επαίνεσε τον Σωκράτη.
— Το νομίζεις σωστόν, ω Ερυξίμαχε; να επιτεθώ λοιπόν κατά του ανδρός και να τον εκδικηθώ εμπρός σας;
— Αι! φίλτατε, είπεν ο Σωκράτης, τι έχεις εις τον νουν σου; θα μ' επαινέσης επί το ειρωνικώτερον, ή τι σκοπεύεις να κάμης;
— Θα ειπώ την αλήθειαν. Κύτταξε μόνον αν συναινής.
— Αλλά διά την αλήθειαν όχι μόνον δεν έχω αντίρρησιν, αλλά και θέλω.
— Αρχίζω αμέσως λοιπόν, είπεν ο Αλκιβιάδης. Συ δε κάμε όπως θα σου ειπώ. Εάν λέγω τι μη αληθές, να με διακόψης, αν θέλης, και να μου ειπής ότι ως προς αυτό ψεύδομαι· διότι εν γνώσει δεν θα ειπώ κανέν ψεύδος. Εάν δε εκθέτω τα πράγματα ατάκτως, όπως μου έρχονται εις την μνήμην, μη απορήσης· διότι δεν μου είνε εύκολον, όπως είμαι τόρα, να καταριθμήσω εν συνεχεία όλα τα παράξενά σου.
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥ
Διά να επαινέσω τον Σωκράτη, ω άνδρες, θα μεταχειρισθώ εικονικάς παρομοιώσεις. Και αυτός μεν ίσως θα νομίση τούτο ως γινόμενον χάριν αστειότητος, ενώ η εικών λόγον θα έχη την αλήθειαν και όχι τον γέλωτα. Λέγω λοιπόν ότι ο Σωκράτης είνε εντελώς όμοιος προς τους Σειληνούς εκείνους τους εκτεθειμένους εις τα μαρμαρογλυφεία, τους οποίους οι τεχνίται παριστάνουν κρατούντας σύριγγας ή αυλούς και οι οποίοι διανοιγόμενοι εις δύο παρουσιάζονται από μέσα έχοντες αγάλματα θεών. Και λέγω ακόμη ότι ο Σωκράτης ομοιάζει ιδιαιτέρως με τον σάτυρον Μαρσύαν (24). Και ότι μεν ως προς την μορφήν είσαι όμοιος με αυτούς, ω Σώκρατες, αυτό βέβαια ούτε συ ο ίδιος ήθελες αμφισβητήσει ότι δε και κατά τα άλλα ομοιάζεις, άκουε τα παρακάτω.
Χλευαστής είσαι· ή θα ειπής όχι; διότι αν δεν συμφωνής, θα φέρω μάρτυρας. Αλλά και αυλητής μήπως δεν είσαι; και μάλιστα πολύ θαυμασιώτερος εκείνου· διότι αυτός μεν δι' οργάνων εκήλει τους ανθρώπους με την δύναμιν που είχεν εις το στόμα, όπως και τόρα, ακόμη το ίδιον κάνει ο δυνάμενος ν' αυλή τα μέλη εκείνου καθόσον εκείνα που ο Όλυμπος (25) ηύλει, τα θεωρώ ότι ήσαν του Μαρσύου, τούτου διδάξαντος· και μόνα αυτά, είτε επιτήδειος αυλητής είνε ο αυλών είτε πρόστυχος αυλητρίς, διαθέτουν εις έξαρσιν και δεικνύουν τους έχοντας ανάγκην των θεών και των μυσταγωγικών τελετών, διά τον λόγον ότι είνε θεία. Συ δε κατά τούτο διαφέρεις εκείνου, ότι χωρίς όργανα και διά μόνων των λόγων επιτυγχάνεις το ίδιον αποτέλεσμα. Ημείς δηλαδή, όταν μεν ακούωμεν άλλον τινα ομιλούντα επί οιουδήποτε θέματος, έστω και αν πρόκειται περί πολύ δυνατού ρήτορος, κανείς μας δεν πολυσκοτίζεται διά τίποτε· αλλ' όταν ακούη τις σε να ομιλής ή και άλλον αφηγούμενον τους λόγους σου, έστω και αν ούτος είνε εντελώς ανεπιτήδειος, είτε ανήρ είνε ο ακούων είτε γυνή είτε νεανίσκος, όλοι μένομεν κατάπληκτοι και κρεμασμένοι από τους λόγους σου. Εγώ τουλάχιστον, ω άνδρες, εάν δεν εφοβούμην ότι θα με πάρετε ως εντελώς μεθυσμένον, θα σας έλεγα ορκιζόμενος τι εγώ ο ίδιος έχω αισθανθή από τους λόγους αυτού και τι αισθάνομαι ακόμη και τόρα. Όταν δηλαδή τον ακούω, πολύ περισσότερον από τους κορυβαντιώντας και η καρδία μου πηδά και δάκρυα χύνω από τους λόγους αυτού. Βλέπω δε και άλλους πάρα πολλούς να παθαίνουν τα ίδια. Ενώ ακούων τον Περικλή και άλλους δεινούς ρήτορας, εύρισκα μεν αυτούς ευγλώττους, αλλά τίποτε τοιούτον δεν επάθαινα, ουδέ εταράσσετο η ψυχή μου ουδέ ηγανάκτει ως διατελούντος εις κατάστασιν ανδραπόδου· από τους λόγους όμως τούτου εδώ του Μαρσύου πολλάκις ευρέθην εις τοιαύτην ψυχικήν διάθεσιν, ώστε η ζωή να μου φανή αφόρητος εφ' όσον είμαι όποιος είμαι.
Και δι' αυτά επίσης, Σωκράτη, δεν θα ειπής ότι δεν είνε αληθή. Και την στιγμήν αυτήν δε ακόμη αισθάνομαι, ότι αν απεφάσιζα να δώσω ακρόασιν εις τους λόγους σου, δεν θα ημπορούσα να ανθέξω, αλλά θα επάθαινα τα ίδια. Διότι με αναγκάζει να συμφωνήσω μαζί του, ότι ενώ πολλά πράγματα μου λείπουν ακόμη, παραμελώ μεν τον εαυτόν μου, αναμιγνύομαι δε εις τα των Αθηναίων. Ευρίσκομαι λοιπόν εις την ανάγκην να φεύγω όπως θα έφευγα από τας Σειρήνας, κρατών κλεισμένα τ' αυτιά μου, διά να μη μείνω εκεί καθισμένος πλησίον του μέχρις εσχάτου γήρατος.
Αυτός δε είνε και ο μόνος άνθρωπος ενώπιον του οποίου παθαίνω εκείνο που δεν θα επίστευε κανείς ότι υπάρχει μέσα μου, το να εντραπώ οποιονδήποτε· και όμως αυτόν εγώ τον εντρέπομαι, και μόνον αυτόν. Διότι ηξεύρω καλά ότι, ενώ δεν θα ημπορέσω να του αντιτάξω καμμίαν αντίρρησιν ότι δεν πρέπει να κάμω όσα αυτός με συμβουλεύει, εν τούτοις, όταν τον αφήσω, θα υποχωρήσω χάριν της εκ μέρους των πολλών τιμής και υπολήψεως. Δραπετεύω λοιπόν από πλησίον του και τον αποφεύγω, όταν δε τον επανίδω, εντρέπομαι δι' όσα εμείναμεν σύμφωνοι. Και πολλάκις μεν νομίζω ότι με πολλήν ευχαρίστησιν θα τον έβλεπα να μην υπάρχη μεταξύ των ανθρώπων αλλ' αν πάλιν εγίνετο τούτο, είμαι βέβαιος ότι πολύ μεγαλυτέρα θα ήτον η στενοχωρία μου, εις τρόπον ώστε δεν ηξεύρω, πώς να κάμω με τον άνθρωπον αυτόν.
Και αυτά μεν έπαθα και εγώ και άλλοι πολλοί εκ των αυλημάτων του σατύρου τούτου· ακούσατε δε τόρα και άλλα, διά να ιδήτε ότι και όμοιος είνε προς ό,τι εγώ τον παρωμοίασα και την δύναμιν πόσον θαυμασίαν έχει. Διότι πρέπει να μάθετε ότι κανείς από σας δεν τον γνωρίζει καλά· εγώ όμως, αφού ήρχισα, θα τον φανερώσω οποίος είνε. Λοιπόν ο Σωκράτης, τον βλέπετε ότι διάκειται ερωτικώς προς τους ωραίους και περί αυτούς τριγυρίζει διαρκώς και μένει εκστατικός από θαυμασμόν, και εκεί πάλιν τον βλέπετε αγνοούντα τα πάντα και μη γνωρίζοντα τίποτε, όπως φαίνεται από το ύφος του. Αι! αυτό δεν είνε ίδιον σειληνού; Είνε βέβαια και πάρα πολύ μάλιστα. Διότι το ύφος τούτο περιβάλλεται εξωτερικώς, απαράλλακτα όπως ο γεγλυμένος σειληνός· από μέσα δε, όταν ανοιχθή, πόσην, ω άνδρες συμπόται, νομίζετε ότι περικλείει σοφίαν; Μάθετε λοιπόν ότι ούτε εάν τις είνε ωραίος ενδιαφέρεται διόλου, αλλά καταφρονεί τόσον όσον δεν θα ημπορούσε κανείς να υποθέση, ούτε εάν είνε πλούσιος, ούτε εάν έχη άλλην τινα υπεροχήν εκ των υπό του πλήθους μακαριζομένων νομίζει δε ότι όλ' αυτά τα πλεονεκτήματα δεν αξίζουν τίποτε και ότι όλοι ημείς είμεθα μηδενικά, μη εκφράζων μεν διά του λόγου την ιδέαν του αυτήν, αλλ' εξακολουθών καθ' όλην του την ζωήν να ειρωνεύεται και να περιπαίζη όλον τον κόσμον. Όταν όμως ομιλή σπουδαίως και ανοιχθή, δεν ηξεύρω αν και άλλος τις είδε τα εντός αυτού αγάλματα· εγώ όμως έτυχε να τα ιδώ, και μου εφάνησαν ότι είνε τόσον θεία και πολύτιμα και πάγκαλα και θαυμαστά, ώστε έκρινα ότι έπρεπε να κάμω ταχέως ό,τι θέλει ο Σωκράτης. Επειδή δ' ενόμισα ότι έδιδε πολλήν σημασίαν εις την ωραιότητά μου, εθεώρησα ως ανέλπιστον ευκαιρίαν και ευτύχημα σπάνιον δι' εμέ αποτελούν το να χαρισθώ εις τον Σωκράτη και να μάθω από το στόμα του όλα όσα ούτος εγνώριζε· διότι είχα δα πολύ μεγάλην ιδέαν διά την καλλονήν μου.
Αυτά λοιπόν έχων κατά νουν, ενώ πριν δεν συνέβαινε να συναναστρέφωμαι μετ' αυτού μόνος και άνευ ακολούθου, τόρα, αποπέμπων τον ακόλουθον, έμενα μαζί του μόνος. Διότι νομίζω πρέπον να σας ειπώ όλην την αλήθειαν· ακούσατέ με λοιπόν με προσοχήν, και συ, Σωκράτη, εάν ψεύδωμαι, εξέλεγχέ με. Κατ' αυτόν τον τρόπον ήρχισα να τον συναναστρέφωμαι μόνος προς μόνον, ενόμιζα δε ότι αμέσως θ' αρχίση να μου λέγη όσα συνήθως έχει να ειπή εραστής προς αγαπώμενον όταν μείνουν μόνοι, και έχαιρον δι' αυτό. Εν τούτοις απολύτως τίποτε από αυτά δεν συνέβη, αλλ' αφού συνδιελέχθη όπως συνήθως μαζί μου όλην την ημέραν, ανεχώρησεν. Έπειτα από αυτό τον επροκάλεσα να γυμνασθώμεν μαζί και συνεγυμναζόμην, νομίζων ότι εδώ πλέον θα λάβη τέλος η υπόθεσις. Συνεγυμνάζετο λοιπόν μαζί μου και προσεπάλαιε πολλάκις ουδενός παρόντος· τι να σας ειπώ όμως; το αποτέλεσμα δεν υπήρξε περισσότερον ευνοϊκόν εις τον σκοπόν μου. Βλέπων ότι με αυτά δεν κατώρθωνα τίποτε, έκρινα πρέπον να επιτεθώ κατά του ανδρός κρατερώς και να μην αφήσω να μου ξεφύγη, μια φορά που είχε γείνει αρχή, αλλά να μάθω πρώτα τι συμβαίνει. Προσκαλώ λοιπόν αυτόν να συνδειπνήσωμεν, απαράλλακτα ωσάν εραστής θέλων να καταφέρω τον αγαπώμενον. Αλλά και εις αυτό δεν εφάνη πρόθυμος να μ' ευχαριστήση αμέσως, επείσθη όμως μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού. Εν τούτοις την πρώτην φοράν που ήλθεν, ηθέλησε ν' αναχωρήση αμέσως μετά τον δείπνον· εγώ δε εντραπείς τότε τον αφήκα ν' απέλθη· και διά τούτο προσκαλέσας αυτόν και πάλιν, μετά το δείπνον παρέτεινα την μετ' αυτού συνομιλίαν μέχρι βαθείας νυκτός, και όταν ηθέλησε ν' αναχωρήση, επικαλούμενος το προχωρημένον της ώρας τον ηνάγκασα να μείνη. Ανεπαύετο λοιπόν εις την συνεχομένην μετά της ιδικής μου κλίνην, εις την οποίαν και είχε δειπνήσει, κανείς δε άλλος δεν εκοιμάτο εις το οίκημα, παρά μόνον ημείς.
Και μέχρι μεν του σημείου αυτού της διηγήσεως, τα πράγματα ημπορούν να λεχθούν ενώπιον οποιουδήποτε· τα παρακάτω όμως δεν θα με ηκούατε ποτέ να τα διηγηθώ, εάν πρώτον μεν ο οίνος κατά την παροιμίαν, μαζί με τα παιδιά ή χωρίς αυτά, δεν ήτο αληθής, και εάν έπειτα το ν' αποκρύψω έργον υπερήφανον του Σωκράτους, αφού πρόκειται περί επαίνου, δεν μου εφαίνετο άδικον πράγμα. Προς τούτοις έχω πάθει κ' εγώ αυτό που παθαίνουν οι δηχθέντες από έχιδναν· διότι λέγεται ότι όταν τύχη να πάθη κανείς το πάθημα αυτό, δεν θέλγει να διηγηθή τι υπέφερε παρά μόνον εις όσους έχουν δηχθή, φρονών ότι μόνον αυτοί ημπορούν να τον καταλάβουν και να τον συγχωρήσουν, εάν εκ της οδύνης ήτο ικανός το παν να πράττη και να λέγη. Και εγώ επίσης έχω δηχθή από κάτι αλγεινότερον ακόμη και εις το αλγεινότατον από όλα όπου είνε δυνατόν κανείς να δηχθή — εις την καρδίαν ή ψυχήν δηλαδή, ή οπωσδήποτε άλλως πρέπει να ονομασθή, πληγείς τε και δηχθείς από τα φιλοσοφικά διδάγματα, των οποίων τα δήγματα είνε πολύ αγριώτερα της εχίδνης, όταν συλλάβουν ψυχήν κατάλληλον ενός νέου, και ωθούν εις οιασδήποτε πράξεις και λόγους· βλέπω εξ άλλου γύρω μου Φαίδρους, Αγάθωνας, Ερυξιμάχους, Παυσανίας, Αριστοδήμους τε και Αριστοφάνας· διά τον ίδιον δε τον Σωκράτη τι πρέπει να ειπή κανείς, και όσους άλλους; διότι όλοι σεις έχετε πάθει από την ιδίαν μανίαν και μέθην της φιλοσοφίας· διά τούτο όλοι σας θα μ' εννοήσετε· και θα συγχωρήσετε και τα τότε πραχθέντα και τα τόρα λεγόμενα· οι δε οικέται και εάν τις άλλος υπάρχη βέβηλος και άγροικος, ας βουλώσουν καλά τ' αυτιά τους. Όταν λοιπόν, ω άνδρες, ο μεν λύχνος εσβέσθη, οι δε δούλοι απεσύρθησαν, έκρινα ότι έπρεπε ν' αφήσω τας περιστροφάς και να του ειπώ ελευθέρως ό,τι εσκεπτόμην και κινήσας αυτόν,
— Σωκράτη, κοιμάσαι; ερώτησα.
— Όχι δα ακόμη, μου απήντησε.
— Ηξεύρεις λοιπόν τι ιδέαν έχω;
— Πώς να το γνωρίζω; είπε.
— Έχω την ιδέαν, επανέλαβα, ότι ο μόνος άξιος εμού εραστής που μου έτυχε είσαι συ, και μου φαίνεται πώς διστάζεις να μου αποκαλύψης τα αισθήματά σου· εγώ δε ιδού πώς σκέπτομαι· φρονώ ότι θα ήτον ανόητον να μη χαρισθώ εις σε και ως προς αυτό και δι' ό,τιδήποτε άλλο, είτε της περιουσίας μου θα είχες ανάγκην είτε των φίλων μου. Διότι δι' εμέ το κυριώτερον απ' όλα είνε να γείνω όσον το δυνατόν τελειότερος, προς τούτο δε νομίζω ότι αντιλήπτορα, καταλληλότερον από σε δεν θα εύρω κανένα. Και μα την αλήθειαν πολύ περισσότερον θα εντρεπόμην τους φρονίμους μη χαριζόμενος εις τοιούτον άνδρα, αφ' όσον χαριζόμενος, θα εντρεπόμην τους πολλούς και ανοήτους.
Και αυτός, αφού με ήκουσεν, είπεν ειρωνικώτατα, όπως συνηθίζει, και πολύ σύμφωνα με τον χαρακτήρα του:
— Φίλτατε Αλκιβιάδη, φαίνεσαι τωόντι αντιλαμβανόμενος το συμφέρον σου όχι και άσχημα, αν υποτεθή ότι είνε αληθή όσα λέγεις περί εμού και ότι υπάρχει εις εμέ δύναμίς τις, διά της οποίας ημπορείς να γείνης καλύτερος· θα βλέπης βέβαια εις εμέ κάποιον κάλλος θαυμάσιον και πάμπολυ της ιδικής σου ευμορφίας διαφέρον. Εάν λοιπόν αυτό βλέπων επιδιώκεις να μετάσχης και συ και ν' ανταλλάξης κάλλος αντί κάλλους, ζητείς να με καταπλεονεκτήσης όχι ολίγον, επιχειρών, εις αντάλλαγμα φαινομένων, αλήθειαν καλών ν' αποκτήσης και τωόντι χρυσά με χάλκινα ν' αλλάξης εννοών (26). Αλλ', ω μακάριε, κύτταξε καλύτερα μήπως κάνης λάθος και δεν αξίζω τίποτε. Η όρασις της διανοίας αρχίζει να βλέπη οξέως, όταν η των ομμάτων αρχίζη να παρακμάζη· συ δε είσαι μακράν απ' αυτά ακόμη.
Και εγώ ακούσας:
— Τα μεν εκ μέρους μου, είπα, αυτά είνε, και τίποτε δεν ελέχθη άλλως ή όπως το διανοούμαι· συ δε σκέψου επ' αυτών και αποφάσισε ό,τι νομίζεις άριστον και δι' εμέ και διά σε.
— Πολύ σωστά βέβαια λέγεις ως προς αυτό· έχομεν λοιπόν καιρόν εις το μέλλον να σκεφθώμεν και να κάμωμεν ό,τι θα μας φανή περί τε τούτων και περί των άλλων άριστον.
Εγώ λοιπόν αυτά, ακούσας και ειπών, και ρίψας τρόπον τινα ως βέλη, εθεώρουν αυτόν τρωθέντα· και εγερθείς, χωρίς να του δώσω καιρόν να ειπή τίποτε άλλο, εφόρεσα το ιμάτιον τούτο — διότι ήτον χειμών — και κατεκλίθην υπό τον τρίβωνα αυτού, περιβαλών δε διά των χειρών τον αληθώς δαιμόνιον και θαυμαστόν τούτον άνδρα, έμεινα μαζί του όλην την νύκτα. Και δι' αυτά επίσης, ω Σώκρατες, δεν θα ειπής ότι ψεύδομαι. Μ' όλ' αυτά εν τούτοις που έκαμα εγώ, αυτός έμεινεν εντελώς απαθής και κατεφρόνησε την ωραιότητά μου και κατεγέλασε και ύβρισεν· εκείνο δηλαδή που εγώ εν τούτοις ενόμιζα πώς κάτι είνε, ω άνδρες δικασταί· διότι δικαστάς σας θέλω της υπερηφανείας του Σωκράτους. Και μάθετε λοιπόν, μα θεούς, μα θεάς, ότι αφού εκοιμήθηκα με τον Σωκράτη, εσηκώθηκα χωρίς να συμβή τίποτε παραπάνω αφ' ότι θα συνέβαινεν αν εκοιμώμην μετά πατρός ή αδελφού πρεσβυτέρου.
Αί λοιπόν, έπειτα από αυτό στοχάζεσθε εις ποίαν πνευματικήν κατάστασιν διετέλουν, θεωρών μεν τον εαυτόν μου υβρισθέντα, αλλά και θαυμάζων του ανδρός τον χαρακτήρα και την σωφροσύνην και την δύναμιν της ψυχής, μη φανταζόμενος δε ποτέ ότι ήτο δυνατόν να συναντήσω άνθρωπον όμοιον με αυτόν εις φρόνησιν και σταθερότητα; εις τρόπον ώστε ούτε να οργισθώ ημπορούσα οπωσδήποτε και να στερηθώ της συναναστροφής αυτού ούτε να τον προσελκύσω εύρισκα τρόπον. Διότι ήξευρα καλά ότι απέναντι μεν των χρημάτων ήτον πολύ περισσότερον άτρωτος κατά πάντα τρόπον αφ' ό,τι ήτον ο Αίας απέναντι του σιδήρου, από εκείνο δε που μόνον ενόμιζα πως θα τον αναγκάση να παραδοθή, μου είχεν εκφύγει. Διετέλουν λοιπόν εις αμηχανίαν, υποδουλωθείς υπό του ανθρώπου αυτού όσον κανείς ποτέ δεν έφθασε να υποδουλωθή υπό άλλου.
Όλ' αυτά μου είχαν συμβή ήδη, όταν κατόπιν ευρεθήκαμεν μαζύ κατά την εις Ποτίδαιαν εκστρατείαν, όπου και συνεσιτούμεν. Εκεί λοιπόν, πρώτον μεν εις τας κακοπαθείας αντείχε περισσότερον όχι μόνον εμού, αλλά και όλων εν γένει των άλλων. Εάν ευρισκόμεθα εις την ανάγκην αποκλεισθέντες που, όπως συμβαίνει εις τας εκστρατείας, να μείνωμεν νηστικοί, τίποτε δεν ήσαν οι άλλοι απέναντί του ως προς την καρτερίαν· και εις τας ευωχίας πάλιν μόνος αυτός ήξευρε ν' απολαμβάνη κατά τε τ' άλλα και ως προς τον πότον δε ακόμη, εάν, μολονότι αποφεύγων να πίνη, ήθελεν αναγκασθή εις τούτο, έβαλλε κάτω όλους, και το θαυμαστότερον απ' όλα είνε ότι τον Σωκράτη δεν υπάρχει άνθρωπος που να τον είδε ποτέ μεθυσμένον· τούτου άλλως την απόδειξιν μου φαίνεται πώς θα την έχετε και τόρ' αμέσως. Ως προς δε πάλιν την αντοχήν εις το ψύχος — διότι οι χειμώνες είνε πολύ βαρείς εις τα μέρη εκείνα — δεν είχε τον όμοιόν του πάντοτε μεν, αλλ' ιδίως κάποτε που ο παγετός ήτον πάρα πολύ φοβερός, ενώ όλοι ή δεν έβγαιναν έξω, ή αν έβγαιναν, εφορούσαν όσον ημπορούσαν περισσότερα, υποδημένοι δε και τυλιγμένοι εις τους πόδας με αρνακίδας και πιλήματα, αυτός εν τούτοις εξήρχετο φέρων ιμάτιον μεν τοιούτον οποίον και πριν εσυνείθιζε να φορή, ανυπόδητος δε εβάδιζεν επάνω εις τα κρύσταλλα ευκολώτερα παρά οι άλλοι που ήσαν υποδημένοι. Οι στρατιώται μάλιστα τον εστραβοκύτταζαν νομίζοντες ότι θέλει να δείξη καταφρόνησιν προς αυτούς.
Και ταύτα μεν δη ταύτα·
μα κι άλλο του κατόρθωμα μεγάλο του γενναίου (27)
εκεί κάποτε κατά την εκστρατείαν αυτήν, αξίζει τον κόπον να το ακούσετε. Μίαν φοράν λοιπόν είχε σταθή κάπου εκεί σύννους από το πρωί, προσηλωμένος εις κάτι, και επειδή το πράγμα δεν επήγαινε, φαίνεται, καλά, δεν παρητείτο, αλλ' εξηκολούθει να μένη εκεί ακίνητος ζητών να εύρη εκείνο που ήθελε. Είχεν έλθει ήδη μεσημβρία και πολλοί είχαν πλέον μυρισθή το πράγμα και εκοινολογείτο από τον ένα εις τον άλλον ότι ο Σωκράτης από την αυγήν εστέκετο εκεί κάτι συλλογιζόμενος. Εις το τέλος μερικοί από τους Ίωνας, επειδή είχε βραδυάσει πλέον, αφού εδείπνησαν, έφεραν έξω καθένας το χαμόστρωμά του — διότι ήτον θέρος τότε — και ενώ εκοιμώντο εις την δροσιάν, συγχρόνως παρηκολούθουν αυτόν διά να ιδούν αν θα μείνη έτσι όλην την νύκτα. Και τωόντι έμεινεν έως ότου εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος· έπειτα ανεχώρησεν, αφού προσευχήθη εις τον ήλιον.
Αν θέλετε τόρα να μάθετε και οποίος είνε εις τας μάχας, ακούσατε· διότι επιβάλλεται να του αποδοθή δικαιοσύνη και ως προς αυτό. Όταν λοιπόν έγεινεν η μάχη, της οποίας τ' αριστεία έδωσαν εις εμέ οι στρατηγοί, αυτός μόνος μου έσωσε την ζωήν και κανείς άλλος, διότι πληγωμένον όντα δεν ηθέλησε να με αφήση, αλλά διέσωσε και τα όπλα μου και εμέ τον ίδιον. Και εγώ μεν, ω Σώκρατες, και τότε επέμενα να δώσουν εις σε τ' αριστεία οι στρατηγοί, ως προς αυτό δε βέβαια ούτε θα με κατηγορήσης ούτε θα ειπής ότι ψεύδομαι· αλλ' ενώ οι στρατηγοί ήθελαν να δώσουν εις εμέ τ' αριστεία αποβλέποντες εις την τάξιν μου, συ ο ίδιος εφάνης προθυμότερος των στρατηγών διά να τα λάβω εγώ και όχι συ.
Προς τούτοις έπρεπεν, ω άνδρες, να ιδήτε τον Σωκράτη κατά την άτακτον διά φυγής υποχώρησίν μας από το Δήλιον. Εγώ είχα ίππον εις την μάχην αυτήν, αυτός δε τον βαρύν του πεζού οπλισμόν. Υπεχώρει λοιπόν μετά τον διασκορπισμόν πλέον όλων αυτός και ο Λάχης μαζί· τους συναντώ δ' εγώ και μόλις τους είδα φωνάζω εις αυτούς να έχουν θάρρος και ότι εγώ δεν θα τους αφήσω. Εδώ δα είνε που είδα και καλύτερα τον Σωκράτη παρά εις την Ποτίδαιαν· διότι ο ίδιος διέτρεχα ολιγώτερον κίνδυνον, επειδή ήμουν έφιππος· και πρώτον παρετήρησα πόσον ανώτερος του Λάχητος ήτο εις αταραξίαν έπειτα μου εφαίνετο, ω Αριστόφανες, πώς τον έβλεπα όπως τον παρέστησες συ, περιπατούντα δηλαδή κ' εκεί όπως κ' εδώ, υπερήφανον και λοξοβλέποντα (28), ηρέμα περισκοπούντα και τους ιδικούς μας και τους πολεμίους, κατά τρόπον που εφανέρωνεν εις τον καθένα και από πολύ μακράν ακόμη, ότι αν κανείς ετολμούσε να πλησιάση τον άνδρα, θ' απεκρούετο ερρωμένως. Διά τούτο και η υποχώρησις και αυτού και του Λάχητος συνετελέσθη ακινδύνως· διότι σχεδόν πάντοτε εις τον πόλεμον τους ούτω διακειμένους ουδέ καν τους πλησιάζουν, αλλά καταδιώκουν τους προτροπάδην φεύγοντας.
Εις αυτά, και άλλα πολλά και θαυμάσια θα ημπορούσε κανείς να προσθέση εις έπαινον του Σωκράτους· αλλά προκειμένου μεν περί πάσης άλλης υπεροχής, ημπορεί κανείς ίσως να την εύρη και εις άλλους, το δε να μην ομοιάζη τις προς κανένα από τους ανθρώπους, μήτε από τους παλαιούς μήτε από τους τορινούς, αυτό είνε άξιον ιδιαιτέρου θαυμασμού. Με τον Αχιλλέα λόγου χάριν, όποιος ανεδείχθη, θα ημπορούσε να παρομοιάση κανείς και τον Βρασίδαν και άλλους, και με τον Περικλή πάλιν, και τον Νέστορα και τον Αντήνορα· είνε δε και άλλοι που ημπορούν να παραλληλισθούν κατ' αυτόν τον τρόπον· ενώ το αλλόκοτον του ανθρώπου τούτου, και εις τον χαρακτήρα και εις τους λόγους, δεν ημπορεί κανείς να το εύρη, οσονδήποτε και αν σκεφθή, εις κανένα ούτε από τους σημερινούς ούτε από τους παλαιούς, εκτός εάν τον παρομοιάση με ό,τι εγώ τον παρωμοίασα, όχι δηλαδή με άνθρωπον οιονδήποτε, αλλά με σειληνούς και σατύρους, και αυτόν και τους λόγους του.
Και του λόγου δοθέντος, πρέπει να προστεθή εδώ και τούτο, το οποίον παρέλειψα εις την αρχήν, ότι δηλαδή και οι λόγοι αυτού ομοιότατοι είνε προς τους διανοιγομένους σειληνούς. Τωόντι, τα λεγόμενα του Σωκράτους θα εφαίνοντο κατ' αρχάς γελοία εις τον επιθυμούντα να τον ακούση· τόσον αι λέξεις και αι εκφράσεις διά των οποίων περιβάλλεται έξωθεν η έννοια αυτών ομοιάζουν με αναιδούς τινος σατύρου δοράν. Διότι ομιλεί περί όνων σαμαρωμένων και χαλκέων και σκυτοτόμων και βυρσοδεψών, και φαίνεται τα αυτά διά των αυτών αεννάως λέγων, εις τρόπον ώστε κάθε άπειρος και ανόητος άνθρωπος ήθελε γελάσει περιφρονητικώς εις τους λόγους αυτού. Όταν όμως τους ιδή τις διανοιγομένους και εισδύση εντός αυτών, πρώτον μεν θα τους εύρη ως τους μόνους λόγους που έχουν έννοιαν μέσα τους, έπειτα δε θειοτάτους και πλείστ' αγάλματ' αρετής περικλείοντας και αναφερομένους εις πλείστα ή μάλλον εις όλα όσα αρμόζει να έχη υπ' όψιν ο θέλων να γείνη καλός και αγαθός.
Αυτά είνε, ω άνδρες, που επαινώ εγώ τον Σωκράτη· και επίσης που τον κατηγορώ, εκθέσας μαζί και τους εξευτελισμούς που υπέστην από αυτόν. Και δεν έχει μεταχειρισθή μόνον εμένα κατ' αυτόν τον τρόπον, αλλά και Χαρμίδην τον Γλαύκωνος και Ευθύδημον τον Διοκλέους και άλλους πάρα πολλούς, τους οποίους εξαπατών ως δήθεν εραστής, αγαπώμενος μάλλον ο ίδιος καθίσταται αντί εραστού. Αυτά δε τα λέγω και διά σε, Αγάθων, διά να μην εξαπατάσαι υπό τούτου, αλλά να πάρης μάθημα από τα ιδικά μας παθήματα και φυλαχθής, και μην αφήσης ωσάν νήπιον να πάθης πρώτα κ' έπειτα να μάθης κατά την παροιμίαν.
Αυτά είπεν ο Αλκιβιάδης, όλοι δε εγέλασαν διά την παρρησίαν αυτού και διότι εφαίνετο ερωτικώς ακόμη διακείμενος προς τον Σωκράτη.
— Δεν μου φαίνεται να είσαι διόλου μεθυσμένος, Αλκιβιάδη, είπε τότε ο Σωκράτης. Διότι άλλως δεν θα ήτον ποτέ δυνατόν να τα καταφέρης τόσον καλά με τας περιστροφάς σου ώστε ν' αποκρύψης τίνος ένεκα είπες όλ' αυτά, και μόνον εις το τέλος έκαμες λόγον περί αυτού και παρέργως τρόπον τινα, ωσάν τάχα αυτά που είπες να μην τα είπες δι' αυτό, διά να βάλης δηλαδή σκάνδαλα μεταξύ εμού και του Αγάθωνος, έχων την αξίωσιν εγώ μεν μόνον σε ν' αγαπώ και κανένα άλλον, ο δε Αγάθων πάλιν μόνον υπό σου ν' αγαπάται και υπό κανενός άλλου. Δεν μας εγέλασες όμως, και όλον σου αυτό το δράμα το σατυρικόν και σειληνικόν εφανερώθη τι σκοπόν είχε. Αλλ' ας μην του γείνη αυτή η χάρις, φίλτατε Αγάθων, και έχε τον νουν σου ώστε κανείς να μην ημπορή να βάλη σκάνδαλα μεταξύ εμού και σου.
Και ο Αγάθων:
— Πραγματικώς, ω Σώκρατες, είπε, μου φαίνεται πως έχεις δίκαιον. Το συμπεραίνω δε αυτό και εκ τούτου, ότι κατεκλίθη μεταξύ εμού και σου, διά να μας χωρίση. Δεν θα του περάση όμως, διότι εγώ θα σηκωθώ να κατακλιθώ κοντά σου.
— Εμπρός λοιπόν, επανέλαβεν ο Σωκράτης, έλα κ' εξαπλώσου εδώ, έπειτα από εμέ.
— Ω Ζευ! ανέκραξεν ο Αλκιβιάδης, τι υποφέρω διαρκώς από τον άνθρωπον αυτόν! Το νομίζει χρέος μου να είμαι παντού κατώτερός του. Αλλ' αν όχι τίποτε άλλο, ω θαυμάσιε, τουλάχιστον άφησε τον Αγάθωνα να κατακλιθή μεταξύ των δύο.
— Αλλ' αυτό είναι αδύνατον, είπεν ο Σωκράτης. Διότι αφού συ έκαμες τον έπαινόν μου, πρέπει κ' εγώ να επαινέσω τον προς τα δεξιά μου. Αλλ' εάν ο Αγάθων κατακλιθή έπειτα από σε, δεν θα μ' επαινέση βέβαια και πάλιν, πριν αυτός μάλλον υπ' εμού επαινεθή. Άφησε λοιπόν, ω δαιμόνιε, και μη φθονήσης τον νέον διά τον έπαινον που θα του κάμω· διότι πολύ επιθυμώ να τον εγκωμιάσω.
— Ιού, ιού! εφώναξεν ο Αγάθων, Αλκιβιάδη, δεν είνε δυνατόν να μείνω εδώ, διότι εννοώ προ παντός να επαινεθώ από τον Σωκράτη, και δι' αυτό θ' αλλάξω θέσιν.
— Τα ίδια τα συνηθισμένα, είπεν ο Αλκιβιάδης· Σωκράτους παρόντος, αδύνατον άλλος κανείς να έλθη εις επικοινωνίαν με την ωραιότητα. Και τόρα ακόμη τι εύκολα και τι ευλογοφανή πρόφασιν ευρήκε, διά να φέρη κοντά του και τούτον εδώ.
Ο Αγάθων εσηκώνετο ήδη διά να κατακλιθή πλησίον του Σωκράτους· αλλ' έξαφνα κατέφθασεν όμιλος από πολλούς ευθυμούντας, οι οποίοι ευρόντες την θύραν ανοικτήν διότι κάποιος εξήρχετο την στιγμήν αυτήν, επροχώρησαν κατ' ευθείαν μέσα και εξηπλώθησαν κοντά εις τους άλλους, θόρυβος δ' επεκράτησε τότε εις όλα και πάσα ευκοσμία εξέλιπεν, ηναγκάσθησαν δε όλοι να πίουν πολύν οίνον. Και ο μεν Ερυξίμαχος και ο Φαίδρος, επρόσθεσεν ο Αριστόδημος, ανεχώρησαν, αυτός δε ο ίδιος κατελήφθη από ύπνον και, καθώς ήτον εποχή των μακρών νυκτών, εκοιμήθη πάρα πολύ, όταν δ' εξύπνησε περί την αυγήν, των πετεινών λαλούντων πλέον, είδε τους μεν άλλους κοιμωμένους ή απελθόντας, μόνους δε τον Αγάθωνα, τον Αριστοφάνη και τον Σωκράτη αγρυπνούντας ακόμη και πίνοντας από μεγάλην κανάταν ερχομένων γύρω δεξιά. Είχε δε τον λόγον ο Σωκράτης την στιγμήν εκείνην· και τας μεν λεπτομερείας της συζητήσεως ο Αριστόδημος είπεν ότι δεν τας ενθυμείτο, και διότι δεν την επρόφθασεν εξ αρχής και διότι εμισονύσταζεν ακόμη· κεφαλαιώδης όμως είπεν ότι ο Σωκράτης ηνάγκασε τους άλλους δύο να συμφωνήσουν, ότι η ικανότης προς σύνθεαιν κωμωδίας και τραγωδίας του αυτού ανδρός ίδιον είνε, και ότι ο κατέχων την τέχνην του τραγωδιοποιού είνε και κωμωδιοποιός. Ευρισκόμενοι λοιπόν ούτοι εις την ανάγκην να συμφωνήσουν εις αυτά και μη παρακολουθούντες πολύ πολύ την συζήτησιν, ήρχισαν να νυστάζουν, και πρώτος μεν απεκοιμήθη ο Αριστοφάνης, ημέρας δε ήδη γινομένης και ο Αγάθων. Ο δε Σωκράτης, αφού τους αποκοίμισε, εσηκώθη και ανεχώρησε, συνοδευόμενος όπως συνήθως υπό του Αριστοδήμου, μεταβάς δε εις το Λύκειον, αφού επλύθη, διήλθεν εκεί όπως και άλλοτε το υπόλοιπον της ημέρας, και μόνον περί την εσπέραν επήγε ν' αναπαυθή εις την οικίαν του.