ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΟΣ

Και πρώτα μεν εγώ θα σας εκθέσω πώς νομίζω ότι πρέπει να ομιλήσω, έπειτα δε θα εισέλθω εις το εγκώμιον του Έρωτος. Διότι μου φαίνεται ότι όλοι όσοι ωμίλησαν έως τόρα, αντί να εγκωμιάσουν τον θεόν, περιωρίσθησαν να καλοτυχίζουν τους ανθρώπους διά τα προς αυτούς αγαθά των οποίων ο θεός είνε αίτιος· τι πράγμα δε είνε εκείνος που εδώρησε τα αγαθά αυτά, κανείς δεν είπε. Εν τούτοις ο μόνος ορθός τρόπος κάθε επαίνου και δι' οποιονδήποτε είνε να εκτεθή οποίος τις είνε και οποίων αγαθών είνε αίτιος εκείνος περί του οποίου πρόκειται ο λόγος. Κατ' αυτόν τον τρόπον και ημείς, περί του Έρωτος προκειμένου, δίκαιον είνε να επαινέσωμεν πρώτα αυτόν λέγοντες οποίος τις είνε, και έπειτα τα δώρα του. Λέγω λοιπόν εγώ ότι μολονότι όλοι οι θεοί είνε ευδαίμονες, εν τούτοις ο Έρως, εάν επιτρέπεται να το ειπή κανείς χωρίς κρίμα, είνε ο ευδαιμονέστατος αυτών, ως ων ο ωραιότατος και ο άριστος. Είνε δε ο ωραιότατος διά τους εξής λόγους. Πρώτον είνε ο νεώτατος των θεών, Φαίδρε. Απόδειξιν δε τούτου μας παρέχει αυτός ο ίδιος, φεύγων διά φυγής το γήρας, το τόσον προδήλως ταχύ· διότι εις ημάς τουλάχιστον έρχεται πολύ ταχύτερα του πρέποντος. Το οποίον γήρας ο Έρως εκ φύσεως μισεί και ούτε από πολύ μεγάλην απόστασιν το πλησιάζει, αγαπών να ευρίσκεται και να συναναστρέφεται πάντοτε με τους νέους. Πολύ σωστόν επομένως είνε το αρχαίον ρητόν, ότι ο όμοιος συναναστρέφεται πάντοτε τον όμοιον. Εγώ δε, μολονότι εις πολλά άλλα συμφωνώ με τον Φαίδρον, όμως δεν συμφωνώ εις τούτο, ότι ο Έρως είνε αρχαιότερος του Κρόνου και του Ιαπετού (17). Εξ εναντίας λέγω ότι είνε ο νεώτατος των θεών και πάντοτε νέος, τα δε παλαιά πράγματα, τα οποία διηγούνται περί των θεών ο Ησίοδος και ο Παρμενίδης, έγειναν υπό το κράτος της Ανάγκης (18) και όχι του Έρωτος, εάν είνε αληθή όσα αυτοί διηγούνται· διότι αν υπήρχεν Έρως εις αυτούς, αντί να συμβαίνουν μεταξύ τους ευνουχισμοί και δεσμά, θα επεκράτει φιλία και ειρήνη, όπως τόρα, αφ' ότου μεταξύ των θεών βασιλεύει ο Έρως. Είνε λοιπόν νέος, προσέτι δε απαλός. Και τόσον απαλός, ώστε θα ήτον ανάγκη ενός ποιητού οποίος ο Όμηρος διά να παραστήση την απαλότητα του θεού. Διότι ο Όμηρος λέγει περί της Άτης (19) ότι είνε θεά και απαλή· τουλάχιστον διά τους πόδας αυτής λέγει:

                            απαλοί οι πόδες αυτής· διότι εις την γην
    δεν εγγίζει, αλλά εις των ανθρώπων επάνω τας κεφάλας πατεί.

νομίζω δε ότι παριστάνει πολύ επιτυχώς την απαλότητα αυτής, λέγων ότι δεν πατεί επάνω εις σκληρά αντικείμενα, αλλά εις μαλακά. Το αυτό τεκμήριον θα μεταχειρισθώ κ' εγώ, προκειμένου περί της απαλότητος του Έρωτος. Και αυτός δεν πατεί εις την γην, ούτε καν επάνω εις κρανία, τα οποία δεν είνε πολύ μαλακά, αλλ' εις τα μαλακώτατα των όντων και βαίνει και οικεί· διότι την οίκησιν αυτού εγκαθιστά μέσα εις τα ήθη και τας ψυχάς θεών και ανθρώπων, και όχι πάλιν εις όλας τας ψυχάς, αλλ' εάν τύχη να πέση εις ψυχήν έχουσαν το ήθος σκληρόν, απέρχεται, και μόνον αν εύρη το ήθος μαλακόν οικίζεται. Μη ερχόμενος λοιπόν εις επαφήν πάντοτε ειμή μόνον με τα μαλακώτατα των μαλακωτάτων, είνε κατ' ανάγκην απαλώτατος. Κατά ταύτα είνε νεώτατος μεν και απαλώτατος, προς δε τούτοις λεπτότατος την φύσιν. Διότι εάν ήτο σκληρός, δεν θα ήτο δυνατόν ούτε να εκτείνεται παντού, ούτε να εισέρχεται και εξέρχεται από κάθε ψυχήν χωρίς να εννοηθή. Μετρημένης δε και λεπτής φύσεως μέγα τεκμήριον η ευσχημοσύνη, πράγμα το οποίον εις μέγαν βαθμόν ομολογουμένως έχει ο Έρως· διότι ασχημοσύνη και Έρως ευρίσκονται πάντοτε εις πόλεμον μεταξύ τους. Της χροιάς δε το κάλλος φανερώνει η μεταξύ ανθέων διαβίωσις του θεού· διότι εις μη ανθηρόν και μαραμένον και σώμα και ψυχήν και ό,τιδήποτε άλλο δεν εγκαθίσταται ο Έρως, και μόνον όπου είνε τόπος ευανθής και ευώδης, εκεί και κάθηται και μένει.

Περί μεν της ωραιότητος λοιπόν του θεού ικανά είνε ταύτα, μολονότι πολλά ακόμη υπολείπονται· ας ομιλήσωμεν δε τόρα και περί της αρετής αυτού. Το μεγαλύτερον προσόν αυτού είνε ότι ούτε αδικεί ούτε αδικείται ούτε υπό θεού ούτε θεόν, ούτε υπό ανθρώπου ούτε άνθρωπον· διότι ούτε αυτός πάσχει βία, εάν τι πάσχη, της βίας μη εχούσης καμμίαν σχέσιν με τον Έρωτα, ούτε εις άλλον επιβάλλεται διά της βίας, και μόνον θεληματικώς δουλεύει πας τις εις αυτόν, όσα δε θεληματικώς συμφωνούνται μεταξύ δύο λέγουν οι βασιλείς της πόλεως νόμοι ότι είνε δίκαια. Μαζή δε με την δικαιοσύνην συνενώνει πλείστην σωφροσύνην. Διότι η σωφροσύνη συνίσταται εις την συγκράτησιν των ηδονών και επιθυμιών, καμμία δε ηδονή δεν είνε ανωτέρα του Έρωτος· εάν λοιπόν όλαι αι άλλαι ηδοναί και επιθυμίαι είναι κατώτεραι του Έρωτος, αυταί μεν δεσπόζονται υπ' αυτού, αυτός δε δεσπόζει, δεσπόζων δε ηδονών και επιθυμιών ο Έρως, πρέπει να είνε ιδιαζόντως σώφρων. Ως προς δε την ανδρείαν, ουδέ ο Άρης ανθίσταται εις τον Έρωτα· διότι δεν κατέχει ο Άρης τον Έρωτα, αλλ' ο Έρως τον Άρην, ο έρως της Αφροδίτης, ως λέγεται· ισχυρότερος δε ο κατέχων του κατεχομένου· και αφού είνε ισχυρότερος του ανδρειοτάτου των άλλων, πρέπει κατ' ανάγκην να είνε ο ανδρειότατος όλων.

Περί μεν της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας του θεού έγεινε λόγος· μένει λοιπόν να ομιλήσω περί της σοφίας αυτού, και πρέπει να προσπαθήσω όσον το δυνατόν να μη υστερήσω ως προς τούτο. Και πρώτον μεν, διά να τιμήσω κ' εγώ την τέχνην μου όπως ο Ερυξίμαχος την ιδικήν του, ο θεός αυτός είνε ποιητής τόσον σοφός ώστε να κάνη ποιητάς και άλλους· πραγματικώς και ο πριν εντελώς άμουσος γίνεται ποιητής, όταν τον καταλάβη ο Έρως. Τούτο δε αρκεί ως απόδειξις δι' ημάς, ότι ο Έρως είνε γενικώς ικανός διά κάθε έργον αναφερόμενον εις τας μούσας· διότι όσα δεν έχει τις ή δεν γνωρίζει, δεν ημπορεί ούτε να τα δώση εις άλλον ούτε να τα διδάξη. Και ποιος ημπορεί ν' αρνηθή ότι η ζωή αυτή δεν είνε έργον της σοφίας του Έρωτος, διά της οποίας κάθε τι ζωντανόν γίνεται και λαμβάνει ύπαρξιν; Αλλά και ως προς την δημιουργίαν των τεχνών μήπως δεν γνωρίζομεν ότι εκείνος μεν του οποίου ο θεός ούτος έγεινε διδάσκαλος, απέβη μέγας και πολύς, ενώ εκείνος τον οποίον δεν ήγγισεν ο Έρως έμεινεν αφανής; Και πραγματικώς, την τοξευτικήν και την ιατρικήν και την μαντικήν ο Απόλλων ανεύρε παρακινούμενος από επιθυμίαν και έρωτα, εις τρόπον ώστε και αυτός ημπορεί να λογισθή μαθητής του Έρωτος, όπως και αι μούσαι διά τας τέχνας των και ο Ήφαιστος διά την σιδηρουργικήν και η Αθηνά διά την υφαντικήν και ο Ζευς διά την κυβέρνησιν θεών τε και ανθρώπων. Όθεν και τα πράγματα των θεών εβάλθηκαν εις τάξιν εμφιλοχωρήσαντος Έρωτος, δηλονότι κάλλους· διότι εις την ασχημίαν δεν υπάρχει Έρως· προ τούτου δε, όπως είπα εις την αρχήν, πολλά και δεινά εγίνοντο μεταξύ των θεών, ως λέγεται, βασιλευούσης της Ανάγκης· αλλ' αφ' ότου ο θεός ούτος εγεννήθη, εκ της προς τα καλά αγάπης όλα αγαθά έγειναν μεταξύ και των θεών και των ανθρώπων. Έτσι εγώ νομίζω, ω Φαίδρε, ότι ο Έρως πρώτος αυτός ων ωραιότατος και αγαθώτατος, είνε αίτιος της μεταδόσεως και εις άλλους τοιούτων ιδιοτήτων. Μου έρχεται δε και εμμέτρως να ειπώ, ότι αυτός είνε ο πρόξενος:

    ειρήνης εις ανθρώπους, γαλήνης εις πελάγη,
    ανέμων νηνεμίας και ύπνου αμερίμνου.

Αυτός, από ξένους και αδιαφόρους, μας καθιστά οικείους και φίλους, αυτός μας επιβάλλει τας μεταξύ μας συναναστροφές, όπως αυτήν εδώ, πρωτοστατών εις εορτάς, εις χορούς, εις θυσίας· πραότητα μεν πορίζων, αγριότητα δ' εξορίζων φιλόδωρος ευμενείας, άδωρος δυσμενείας· γεμάτος καλωσύνην διά τους αγαθούς, θεατός εις τους σοφούς, αγαπητός εις τους θεούς· ποθητός εις τους αμοιρούντας, πολύτιμος εις τους ευμοιρούντας· τρυφής, αβρότητος, χλιδής, χαρίτων, ιμέρου, πόθου πατήρ· φροντίζων διά τους αγαθούς, παραμελών τους κακούς· εις τας λύπας μας, εις τους φόβους μας, εις τους πόθους μας, εις τους λόγους μας οδηγός, βοηθός, παραστάτης και πατήρ άριστος, όλων εν γένει θεών και ανθρώπων στόλισμα, ηγεμών ωραιότατος και αγαθώτατος, τον οποίον κάθε άνθρωπος πρέπει ν' ακολουθή με ψαλμούς και δεήσεις ανταξίας, λαμβάνων τοιουτοτρόπως μέρος εις το λαμπρόν άσμα το οποίον αυτός ψάλλει θέλγων όλων των θεών και των ανθρώπων την διάνοιαν. Αυτά είνε, ω Φαίδρε, όσα εγώ είχα να ειπώ περί του θεού εν μέρει μεν παίζων, εν μέρει δε και σπουδάζων, καθ' όσον αι μικραί μου δυνάμεις το επιτρέπουν.

Άμα ο Αγάθων ετελείωσεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, όλοι εξέσπασαν θορυβωδώς εις επαίνους, λέγοντες ότι ο λεβέντης αυτός τα είπε πολύ καλά και αντάξια και εαυτού και του θεού. Τότε ο Σωκράτης στραφείς προς τον Ερυξίμαχον:

 — Λοιπόν, Ακουμενίδη, είπεν, εξακολουθείς ακόμη να νομίζης ότι αδίκως εφοβήθην προτύτερα, και δεν φρονείς τόρα ότι επροφήτευσα σωστά, όταν έλεγα ότι ο Αγάθων θα ομιλήση θαυμάσια κ' εγώ θα ευρεθώ εις απορίαν;

 — Διά το πρώτον, απήντησεν ο Ερυξίμαχος, πολύ σωστά επροφήτευσες ότι ο Αγάθων θα ομιλήση καλά· αλλ' ότι συ θα ευρεθής εις απορίαν, δεν το νομίζω.

 — Και πώς θέλεις, ω μακάριε άνθρωπε, να μη ευρεθώ εις απορίαν, είπεν ο Σωκράτης, και εγώ και οποιοσδήποτε άλλος, όταν πρόκειται να ομιλήσω έπειτα από λόγον τόσον λαμπρόν και ποικίλον; Και όλα μεν ήσαν θαυμάσια· αλλά ιδίως εις το τέλος ποίος ακούων δεν εξεπλάγη από το κάλλος των λέξεων και της εκφράσεως; Εγώ τουλάχιστον, αισθανόμενος ότι ούτε κατά προσέγγισιν θα είμαι ικανός να ειπώ τόσον ωραία πράγματα και εντρεπόμενος, θα το έσκαζα, εάν ημπορούσα. Διότι ο λόγος του Αγάθωνος μου υπενθύμισε τον Γοργίαν (20), εις τρόπον ώστε μου συνέβη ακριβώς εκείνο που λέγει ο Όμηρος· εφοβούμην δηλαδή μήπως ο Αγάθων εις το τέλος του λόγου του ρίψη κατά του ιδικού μου λόγου την κεφαλήν Γοργίου του δεινού εις το λέγειν και με καταστήση άφωνον ως λίθον. Και ενόησα τότε πόσον γελοίος ήμουν, όταν ανελάμβανα την υποχρέωσιν να εγκωμιάσω κ' εγώ εις την σειράν μου τον Έρωτα μαζή σας και είπα ότι είμαι δεινός εις τα ερωτικά, ενώ, καθώς βλέπω, δεν γνωρίζω τίποτε περί του τρόπου κατά τον οποίον πρέπει να εγκωμιάζεται ό,τιδήποτε. Διότι εγώ είχα την αφέλειαν να νομίζω ότι διά κάθε εγκωμιαζόμενον πρέπει να λέγωνται τα αληθή, ότι αυτό πρέπει να είνε η βάσις, και ότι εξ αυτών εκλέγοντες τα κάλλιστα πρέπει να τα κατατάσσωμεν όσον το δυνατόν ευπρεπέστερα. Και διά τούτο είχα πολύ μεγάλην ιδέαν ότι θα ομιλήσω καλώς, νομίζων ότι γνωρίζω τον σωστόν τρόπον του επαινείν ό,τιδήποτε. Φαίνεται όμως ότι δεν είνε αυτός ο τρόπος του καλώς επαινείν ό,τιδήποτε, αλλά το ν' αποδίδωμεν εις αυτό τα μεγαλύτερα και τα λαμπρότερα προτερήματα, είτε του ανήκουν είτε όχι, του αληθούς ή ψευδούς των πραγμάτων, μη έχοντος καμμίαν σημασίαν. Διότι σκοπός ετέθη εκ των προτέρων, ως φαίνεται, όχι το να εγκωμιάση πραγματικώς καθένας τον Έρωτα, αλλ' απλώς να φανή ότι τον εγκωμιάζει. Δι' αυτό, νομίζω, επροσπαθήσατε με κάθε τρόπον ν' αποδώσετε εις τον Έρωτα όλα τα καλά και τον επαραστήσατε τόσον μέγαν και μεγάλων πραγμάτων αίτιον, διά να φανή όσον το δυνατόν ωραιότερος και αγαθώτερος — εις τους αγνοούντας δηλαδή, όχι βέβαια και εις τους γνωρίζοντας. Υπό τοιαύτην έννοιαν και ωραίος και μεγαλοπρεπής ο έπαινος. Αλλά εγώ δεν εγνώριζα τον τρόπον αυτόν του επαίνου, ο οποίος μου ήτον εντελώς άγνωστος όταν έμεινα κ' εγώ σύμφωνος μαζή σας να επαινέσω με την σειράν μου τον Έρωτα. Η γλώσσα μόνον υπέσχετο, όχι και το πνεύμα. Παραιτούμαι λοιπόν. Διότι και αν ήθελα να εγκωμιάσω κ' εγώ κατά τον ίδιον τρόπον, δεν θα ημπορούσα. Εάν όμως θέλετε, θα σας ειπώ τα αληθή κατά τον ιδικόν μου τρόπον και όχι κατά τον τρόπον που ωμιλήσατε σεις, διά να μη γείνω γελοίος. Σκέψου λοιπόν, Φαίδρε, εάν σου χρειάζεται και ένας τοιούτος λόγος, εις τον οποίον θ' ακούσης περί του Έρωτος λεγόμενα μόνον τα αληθή, με λέξεις δε και τρόπον εκφράσεως απλούν και όπως ήθελε τύχει να έλθουν εις τον νουν μου.

Επειδή δε ο Φαίδρος καθώς και οι άλλοι τον παρεκάλουν να ομιλήση κατά τον τρόπον που αυτός νομίζει πρέποντα.

 — Τότε, Φαίδρε, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, θα σε παρακαλέσω ακόμη να μου χαρίσης τον Αγάθωνα διά να του κάμω ολίγας ερωτήσεις και έπειτα να ομιλήσω, αφού μείνω σύμφωνος μαζή του επ' αυτών.

 — Σου τον παραχωρώ ευχαρίστως, είπεν ο Φαίδρος, και ερώτα τον.

Μετά ταύτα, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, ο Σωκράτης ήρχισεν ως εξής περίπου:

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
43 of 85
5 pages left
CONTENTS
Chapters
Highlights