ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΥΞΙΜΑΧΟΥ

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ

Και όμως, Ερυξίμαχε, ήρχισεν ο Αριστοφάνης, σκοπόν έχω να ομιλήσω άλλως πως και όχι όπως συ και ο Παυσανίας. Λοιπόν εγώ νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν έχουν αισθανθή όλως διόλου την δύναμιν του έρωτος, διότι εάν την ησθάνοντο, έπρεπε να του ανεγείρουν μεγίστους ναούς και βωμούς, και να του προσφέρουν τας μεγαλυτέρας θυσίας, ενώ τόρα τίποτε από όλα αυτά που έπρεπε να γίνονται δεν γίνεται. Και εν τούτοις ο Έρως είνε ο φιλανθρωπότατος των θεών, βοηθών τους ανθρώπους και ιατρεύων όλα τα κακά εκείνα, των οποίων η θεραπεία θα επροσπόριζε μεγάλην ευδαιμονίαν εις το ανθρώπινον γένος. Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω την δύναμιν αυτού, σεις δε θα διδάξετε εις τους άλλους όσα θ' ακούσετε από εμέ. Και πρώτον πρέπει να μάθετε την ανθρωπίνην φύσιν και τα παθήματα αυτής. Διότι η φύσις ημών εις τον παλαιόν καιρόν δεν ήτον οποία η τορινή, αλλά όλως διόλου διάφορος. Και πρώτον τα γένη των ανθρώπων ήσαν τρία, δεν ήσαν όπως τόρα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν, αλλ' υπήρχεν ακόμη και τρίτον γένος, αποτελούμενον από τα δύο πρώτα, του οποίου μόνον το όνομα διεσώθη, αυτό δε εξηφανίσθη. Υπήρχε δηλαδή και ένα είδος αρσενικοθήλυκον, ανδρόγυνον (12) καλούμενον, ως συγκείμενον εξ ανδρός και γυναικός, εκ του οποίου σήμερον δεν διεσώθη παρά μόνον το όνομα, λεγόμενον ως ύβρις. Έπειτα και το όλον ανθρώπινον γένος ήτο διάφορον, διότι κάθε άνθρωπος ήτο στρογγύλος, έχων την ράχιν και τας πλευράς κυκλικάς, χείρας δε τεσσάρας, σκέλη ισάριθμα με τας χείρας και πρόσωπα δύο επάνω εις αυχένα κυκλοτερή εντελώς όμοια· κεφαλήν δε και διά τα δύο αυτά πρόσωπα, αντιθέτως βλέποντα, είχον μίαν, και αυτιά τέσσαρα, και γεννητικά όργανα δύο, και όλα τα άλλα κατά τρόπον που ημπορεί κανείς να συμπεράνη εξ όσων είπα. Επεριπάτουν δε και ορθοί κατά την μίαν ή την άλλην διεύθυνσιν των δύο προσώπων· αλλ' όταν ήθελαν να ορμήσουν ταχέως, έτρεχον όπως οι κυβιστήρες, όταν κάνουν μίαν σειράν από τούμπες σηκώνοντες τα σκέλη εις τον αέρα, με την διαφοράν ότι οι τότε άνθρωποι, έχοντες οκτώ μέλη διά να στηρίζωνται, εφέροντο κυκλικώς με πολλήν ταχύτητα. Η μεταξύ των τριών αυτών γενών διαφορά προήρχετο εκ του ότι το μεν αρσενικόν κατήγετο εκ του ηλίου, το δε θηλυκόν εκ της γης, και το μετέχον και των δύο τούτων εκ της σελήνης, καθόσον και η σελήνη μετέχει και των δύο. Ακριβώς δε ένεκα της καταγωγής των αυτής ήσαν περιφερικά και αυτά και η πορεία αυτών. Και ήσαν φοβερά ως προς την δύναμιν και ρώμην, και τα φρονήματα μεγάλα είχον, ετόλμησαν δε να τα βάλουν και με τους θεούς, και εκείνο που λέγει ο Όμηρος περί Εφιάλτου και Ώτου (13), περί εκείνων λέγεται, ότι δηλαδή επεχείρησαν ν' αναβούν εις τον ουρανόν διά να επιτεθούν κατά των θεών.

Τότε λοιπόν ο Ζευς και οι άλλοι θεοί συσκεφθέντες περί του πρακτέου ευρέθησαν εις απορίαν, μη θέλοντες ούτε να τους σκοτώσουν, και, κεραυνώσαντες αυτούς, όπως τους γίγαντας, να εξαφανίσουν το γένος — διότι τότε θα έπαυαν αι προς αυτούς τιμαί και οι ναοί εκ μέρους των ανθρώπων — , ούτε πάλιν να τους επιτρέψουν τοιαύτην αυθάδειαν. Επί τέλους ο Ζευς κατώρθωσε να εύρη τι εχρειάζετο, και:

 — Μου φαίνεται, είπεν, ότι ευρήκα τρόπον ώστε και άνθρωποι να υπάρχουν και να παραιτηθούν της αυθαδείας των, ασθενέστεροι γινόμενοι. Προς τούτο θα τους κόψω τον καθένα εις δύο, κατ' αυτόν δε τον τρόπον και ασθενέστεροι θα γείνουν και συγχρόνως χρησιμώτεροι εις ημάς, διότι θα γείνουν περισσότεροι και θα βαδίζουν όρθιοι επί των δύο σκελών. Εάν δε και μετά τούτο φανούν ακόμη αυθάδεις και δεν θέλουν να ησυχάσουν, τότε θα τους κόψω και πάλιν εις δύο, εις τρόπον ώστε να περιπατούν μ' ένα πόδι πηδηκτά.

Ταύτα ειπών ήρχισε να κόπτη τους ανθρώπους εις δύο, όπως οι κόπτοντες τα σούρβα (14) που θέλουν να τα παστώσουν, ή όπως οι κόπτοντες τα αυγά με τας τρίχας. Καθένα δε που έκοπτε, ανέθετεν εις τον Απόλλωνα να του μεταστρέφη μεν το πρόσωπον και το ήμισυ του αυχένος προς το μέρος της τομής, θέλων ώστε ο άνθρωπος, βλέπων διαρκώς το κόψιμον που υπέστη, να γείνη κοσμιώτερος, και κατά τα άλλα δε να τον θεραπεύη. Συμμορφωνόμενος προς την παραγγελίαν αυτήν ο Απόλλων, και το πρόσωπον μετέστρεφε, και συνέλκων το δέρμα από παντού προς την καλουμένην τώρα κοιλίαν, όπως τα σουρωτά πουγγιά, το έδενεν αφίνων ένα μόνον στόμιον εις το μέσον της κοιλίας, το καλούμενον ομφαλός. Και τας μεν άλλας ρυτίδας τας πολλάς ελείαινε και διώρθωνε το στήθος μ' ένα εργαλείον όμοιον προς εκείνο που μεταχειρίζονται οι σανδαλοποιοί διά να λειάνουν επάνω εις το καλαπόδι τας ρυτίδας των δερμάτων· άφινε δε ολίγας περί την κοιλίαν και τον ομφαλόν εις μνήμην του παλαιού παθήματος. Επειδή λοιπόν η φύσις εδιχοτομήθη, τα μέρη, ποθούντα έκαστον το ήμισύ του, συνήρχοντο και περιβαλλόμενα διά την χειρών και συμπλεκόμενα το ένα με το άλλο εκ της σφοδράς επιθυμίας των όπως συγκολληθούν, απέθνησκαν από την πείναν και την αργίαν, διότι δεν ήθελαν να κάνουν τίποτε χωρισμένα. Και όταν το ένα από τα ημίση απέθνησκε, το απομένον εζήτει και συνεπλέκετο με άλλο, είτε ήμισυ ολοκλήρου πριν γυναικός ετύχαινε να είνε, εκείνο δηλαδή που ονομάζομεν σήμερον γυναίκα, είτε ανδρός. Και έτσι το ανθρώπινον γένος έβαινεν εις αφανισμόν. Συγκινηθείς τότε ο Ζευς εμηχανεύθη να μεταθέση τα γεννητικά αυτών όργανα εμπρός· διότι έως τότε ήσαν προς τα εκτός, η δε σύλληψις και η γέννησις εγίνοντο όχι μέσα εις τα σώματα, αλλά εις την γην, όπως των τετίγων. Έκαμε λοιπόν την μετάθεσιν αυτήν και δι' αυτής εκανόνισεν η σύλληψις να γίνεται διά του άρρενος μέσα εις το θήλυ, έχων υπ' όψιν ότι τοιουτοτρόπως, διά της επιδιωκομένης υπό των διχοτομηθέντων συναφείας, είτε μεταξύ ανδρός και γυναικός εγίνετο αύτη, είτε μεταξύ αρρένων, και η διαιώνισις του ανθρωπίνου γένους θα επετυγχάνετο εις την πρώτην περίπτωσιν, και γενικώς, ως εκ της πλησμονής της συνουσίας, οι άνθρωποι θα έκαναν και διαλείμματα εις τας συναφείας των, τρεπόμενοι προς την εργασίαν και την άλλην επιμέλειαν της ζωής. Αυτός είνε ο λόγος διά τον οποίον ο έρως των ανθρώπων προς αλλήλους είνε έμφυτος, ως τείνων να επαναφέρη αυτούς εις την αρχικήν κατάστασιν και επιχειρών να κάμη τους δύο ένα και ιατρεύση την ανθρωπίνην φύσιν.

Καθένας λοιπόν από ημάς είνε μία τσέτουλα ανθρώπου κομμένου, ωσάν ήμισυ σπάρου ανοιγμένου εις δύο, ζητεί επομένως πάντοτε το ήμισύ του. Και όσοι μεν των ανδρών είνε τμήμα του όλου το οποίον τότε εκαλείτο ανδρόγυνον, είνε φιλογύναικες και οι πολλοί των μοιχών ανήκουν εις το γένος αυτό, εκ του οποίου επίσης προέρχονται και αι φίλανδροι και αι μοιχεύτριαι γυναίκες· ενώ όσαι των γυναικών είνε τμήμα γυναικός, δεν προσέχουν πάρα πολύ τους άνδρας, αλλά περισσότερον κλίνουν προς τας γυναίκας, και εξ αυτών προέρχονται αι εταιρίστριαι. Όσοι δε των ανδρών είνε άρρενος τμήμα, ζητούν το άρρεν· και εφ' όσον μεν είνε παιδία, ως τεμάχια άρρενος που είνε, αγαπούν τους άνδρας και ευχαριστούνται να κατακλίνωνται μαζή τους και να ευρίσκωνται εις την αγκάλην αυτών, και είνε ούτοι οι άριστοι των παίδων και μειρακίων, ως όντες εκ φύσεως ανδρειότατοι. Και είνε μεν αληθές ότι μερικοί κατηγορούν αυτούς ως αναισχύντους, αλλ' αδικώτατα· διότι αυτό που κάνουν δεν το κάνουν από αναισχυντίαν, αλλά διότι αγόμενοι από το θάρρος και την ανδρείαν και τον αρρενωπόν χαρακτήρα που έχουν, προτιμούν εκείνο που τους ομοιάζει· και τρανή τούτου απόδειξις είνε ότι μόνον οι τοιούτοι, άμα έλθουν εις ηλικίαν, αποβαίνουν άνδρες κατάλληλοι εις τα πολιτικά. Όταν δε πάλιν ανδρωθούν, παιδεραστούν και μόνον υπό του νόμου αναγκάζονται (15) ν' αποβλέψουν προς γάμους και παιδοποιίας, εκ φύσεως μη έχοντες τον νουν εις τοιαύτα πράγματα· εξ εναντίας ευχάριστον είνε εις αυτούς να περνούν την ζωήν μεταξύ τους άγαμοι. Διά τούτο ο τοιούτος και παιδεραστής και φιλεραστής γίνεται, προτιμών πάντοτε το συγγενές. Όταν λοιπόν συμβή και εις τον παιδεραστήν και εις κάθε άλλον να εύρη το ήμισύ του, τόσην τότε αισθάνονται φιλίαν και οικειότητα και έρωτα ο ένας προς τον άλλον, ώστε δεν θέλουν τρόπον τινά να χωρισθούν ούτε στιγμήν. Και αυτοί είνε που περνούν όλην την ζωήν μαζή, και που δεν ηξεύρουν και οι ίδιοι τι ζητούν ο ένας από τον άλλον. Ουδέ ημπορεί κανείς να νομίση ότι αυτό που ζητούν είνε η αφροδισιακή συνουσία και ότι επομένως αυτή είνε η αφορμή που τόσον πολύ ευχαριστούνται εις την συναναστροφήν ο ένας του άλλου· αλλ' είνε φανερόν ότι κάτι άλλο ζητεί η ψυχή εκάστου, το οποίον δεν ημπορεί να εκφράση, αλλά μαντεύει εκείνο που θέλει και υπονοεί. Και εάν την ώραν που είνε ξαπλωμένοι μαζή παρουσιάζετο ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ηρώτα:

 — Τι είν' εκείνο που θέλετε να παραχθή από τους δύο σας, ω άνθρωποι;

Και εάν απορούντας τι ν' απαντήσουν τους ηρώτα και πάλιν:

 — Μήπως επιθυμείτε να γίνετε ένα πράγμα και οι δύο, εις τρόπον ώστε και ημέραν και νύκτα να μη χωρίζεται ο ένας από τον άλλον; Εάν αυτό επιθυμήτε, θα σας χωνεύσω μαζή και τους δύο και θα σας ενώσω κατά τοιούτον τρόπον ώστε, ενώ είσθε δύο, να γείνετε ένας και έτσι ως ένας να διέλθετε μαζή την ζωήν, και εις τον Άδην ακόμη, αφού αποθάνετε, να εξακολουθήτε ωσάν ένας αποθαμένος αντί δύο. Σκεφθήτε αν αυτό είνε που επιθυμείτε και αν θα μείνετε ευχαριστημένοι να το επιτύχετε.

Εάν λοιπόν αυτά τους έλεγεν ο Ήφαιστος, είνε βέβαιον ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήθελεν αρνηθή ή φανή ότι θέλει άλλο τίποτε, αλλά θα ενόμιζεν ότι ακούει εκείνο ακριβώς που προ πολλού επεθύμει, συγχωνευθείς δηλαδή και ενωθείς με τον αγαπώμενον να γείνη ένα με αυτόν. Και αίτιον τούτου είνε ότι τοιαύτη ήτον η αρχική φύσις ημών όταν ήμεθα ολόκληροι. Εις τον πόθον δε αυτόν και την επιδίωξιν του όλου εδόθη το όνομα έρως.

Αρχικώς, όπως είπα, ήμεθα ένα, ένεκα δε της αυθαδείας μας εχωρίσθημεν υπό του θεού όπως οι Αρκάδες εχωρίσθησαν υπό των Λακεδαιμονίων. Φόβος λοιπόν υπάρχει, εάν δεν φερώμεθα όπως πρέπει προς τους θεούς, μήπως διασχισθώμεν και πάλιν και καταντήσωμεν όπως τα κατά κρόταφον παριστάμενα εις τας στήλας κοιλόγλυφα πρόσωπα που φαίνονται ωσάν πριονισμένα από την μύτην, ή όπως αι λίσπαι (16). Διά τούτο όλοι οφείλομεν να προτρέπωμεν αλλήλους εις σεβασμόν προς τους θεούς, τούτο μεν διά ν' αποφύγωμεν νέαν τιμωρίαν, τούτο δε διά να φθάσωμεν εις την αρχαίαν ημών κατάστασιν, οδηγόν και αρχηγόν έχοντες τον Έρωτα. Προς τον οποίον επομένως κανείς δεν πρέπει να εναντιώνεται· και εναντιώνεται εκείνος ο οποίος γίνεται μισητός εις τους θεούς· διότι όταν είμεθα φίλοι και τα έχωμεν καλά με τον θεόν αυτόν, θα κατορθώσωμεν να εύρωμεν και σχετισθώμεν με τον αποτελούντα το συμπλήρωμα ημών, πράγμα το οποίον πολλοί ολίγοι από τους σημερινούς ανθρώπους κατορθώνουν. Και ας μη φαντασθή ο Ερυξίμαχος κωμωδών τον λόγον μου, ότι αυτό το λέγω διά τον Παυσανίαν και τον Αγάθωνα· διότι ίσως μεν και αυτοί να είνε από τούτους, δηλαδή να είνε και οι δύο άρρενες την φύσιν αλλ' εγώ ομιλώ γενικώς περί όλων, και ανδρών και γυναικών, και λέγω ότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον το γένος ημών θα ευδαιμονήση, όταν δηλαδή καθένας ευτυχήση να πραγματοποιήση τον ερωτικόν αυτού πόθον επανερχόμενος εις την αρχαίαν αυτού φύσιν. Εάν δε η αρχαία αυτή φύσις είνε η αρίστη, αναγκαίως εκείνο που εκ των πραγμάτων του κόσμου τούτου πλησιάζει περισσότερον εις την φύσιν αυτήν, είνε επίσης το άριστον· και τούτο είνε το να επιτύχη κανείς εις τον έρωτα εκείνο που επιθυμεί. Εάν δε θέλωμεν να υμνήσωμεν, τον αίτιον της ευτυχίας ημών αυτής θεόν, τον Έρωτα οφείλομεν να υμνήσωμεν, ο οποίος και εις την παρούσαν ζωήν μας είνε πολύ χρήσιμος οδηγών καθένα εις το πρέπον, και διά το μετέπειτα μας παρέχει μεγίστας ελπίδας, εάν αποδίδωμεν το ανήκον προς τους θεούς σέβας, ότι ιατρεύσας και αποκαταστήσας ημάς εις την αρχαίαν φύσιν, θα μας κάμη μακαρίους και ευδαίμονας.

Αυτός είνε, Ερυξίμαχε, ο ιδικός μου λόγος περί Έρωτος, εντελώς διαφορετικός από τον ιδικόν σου. Όπως σε παρεκάλεσα και προτύτερα, μη κωμωδήσης αυτόν, διά ν' ακούσωμεν τι θα ειπούν και οι άλλοι, ή μάλλον τι θα ειπή καθένας από τους δύο άλλους, διότι μόνον ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν.

 — Θα συμμορφωθώ με την παράκλησίν σου, είπεν ο Ερυξίμαχος, κατά την αφήγησιν του Αριστοδήμου πάντοτε· διότι και ο λόγος σου πολύ μου άρεσε. Και αν δεν ήξευρα πόσον δεινοί εις τα ερωτικά είνε και ο Σωκράτης και ο Αγάθων, πολύ θα εφοβούμην μήπως δεν θα έχουν τι να ειπούν έπειτα από τα πολλά και διάφορα που ελέχθησαν. Τόρα όμως δεν φοβούμαι.

Και ο Σωκράτης τότε:

 — Συ Ερυξίμαχε, είπε, τα κατάφερες καλά αλλ' αν ήσουν εις την θέσιν που ευρίσκομαι εγώ τόρα ή καλύτερα εις την θέσιν που θα ευρεθώ όταν ομιλήση και ο Αγάθων, και πολύ θα εφοβείσο και εν γένει ήθελες αισθανθή ό,τι και εγώ τόρα.

 — Θέλεις να με βασκάνης, Σωκράτη, είπεν ο Αγάθων, και να με κάνης να τα χάσω με την ιδέαν, ότι το ακροατήριον περιμένει ανυπομόνως από εμέ πως θα είπω ωραία πράγματα.

 — Θα ήμουν χωρίς άλλο πολύ επιλήσμων, Αγάθων, είπεν ο Σωκράτης, εάν, αφού είδα το θάρρος και την γενναιότητα με την οποίαν ανέβης εις την σκηνήν μαζή με τους υποκριτάς και προσέβλεψες κατά πρόσωπον τόσον πολυάριθμον ακροατήριον, ενώπιον του οποίου έμελλε να παρασταθή το έργον σου, χωρίς να ταραχθή διόλου, ενόμιζα τόρα ότι θα τα χάσης εμπρός εις ημάς τους ολίγους.

 — Τι λέγεις, Σωκράτη; παρετήρησεν ο Αγάθων. Μήπως νομίζεις ότι το επήρα επάνω μου τόσον πολύ από το θέατρον, ώστε ν' αγνοώ ότι δι' ένα φρόνιμον άνθρωπον ολίγοι έμφρονες είνε φοβερώτεροι πολλών αφρόνων;

 — Θα ήμουν άδικος, εάν είχα περί σου τόσον ταπεινήν ιδέαν, απήντησεν ο Σωκράτης. Εξ εναντίας είμαι βέβαιος, Αγάθων, ότι αποδίδεις πολύ περισσοτέραν σπουδαιότητα εις την γνώμην των ολίγων τους οποίους ήθελες νομίσει σοφούς παρά εις την γνώμην των πολλών. Αλλ' αμφιβάλλω αν ημείς είμεθα από τους ολίγους αυτούς· διότι ημείς και εις το θέατρον παρευρέθημεν και ήμεθα από τους πολλούς, θέλεις όμως ίσως να ειπής ότι αν ετύχαινε να ευρεθής μεταξύ άλλων πραγματικώς σοφών, θα τους εντρέπεσο, εάν ενόμιζες ότι κάνεις τίποτε άσχημον· ή δεν είν' έτσι;

 — Πολύ σωστά λέγεις.

 — Τους δε πολλούς δεν θα τους εντρέπεσο, εάν ενόμιζες ότι κάνεις τίποτε άσχημον;

Αλλά την στιγμήν αυτήν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος, παρεμβάς ο Φαίδρος:

 — Φίλτατε Αγάθων, είπεν, εάν εξακολουθής ν' απαντάς εις τον Σωκράτη, θα τον κάνης να χάση πλέον κάθε άλλο ενδιαφέρον περί των εδώ πραγμάτων, αρκεί μόνον να έχη κάποιον προς τον οποίον να διαλέγεται, και μάλιστα ωραίον. Αλλ' εγώ, μολονότι με πολλήν ευχαρίστησιν ακούω πάντοτε τον Σωκράτη διαλεγόμενον, εν τούτοις τόρα είνε ανάγκη να φροντίσω διά το εγκώμιον του Έρωτος το οποίον περιμένω να ειπή καθένας από σας. Όταν λοιπόν και ο ένας και ο άλλος εκπληρώσετε το καθήκον σας αυτό προς τον Θεόν, ας συνδιαλέγεται έπειτα.

 — Πολύ σωστά λέγεις, Φαίδρε, είπεν ο Αγάθων, και τίποτε δεν μ' εμποδίζει ν' αρχίσω τον λόγον· διότι με τον Σωκράτη ημπορώ να ομιλήσω και έπειτα και οποτεδήποτε.

ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΟΣ
38 of 85
5 pages left
CONTENTS
Chapters
Highlights