ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΕΡΩΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΥΞΙΜΑΧΟΥ
Επειδή ο Παυσανίας, αρχίσας καλώς τον λόγον του, ετελείωσε χωρίς να ειπή όσα έπρεπε, νομίζω ότι επιβάλλεται εις εμέ να τον συμπληρώσω. Και την μεν διάκρισιν του Έρωτος ως διπλού νομίζω καλώς γενομένην· ότι δε ο Έρως δεν υπάρχη εις τας ψυχάς των ανθρώπων προς τα ωραία σώματα μόνον, αλλά και άλλα πολλά έχει αντικείμενα και εις άλλα πράγματα υπάρχει, εις τε τα σώματα όλων των ζώων και εις τα εν τη γη φυόμενα, και με μίαν λέξιν εις όλα τα όντα, τούτο κατάδηλον νομίζω ως εκ της ιατρικής μου τέχνης, ήτις μ' εδίδαξε πόσον μέγας και θαυμαστός είνε ο θεός ούτος, περιλαμβάνων πάντα τα πράγματα, ανθρώπινα και θεία. Θ' αρχίσω δε από την ιατρικήν, διά να τιμήσωμεν και την τέχνην.
Λοιπόν τον διπλούν τούτον Έρωτα περιέχει αυτή η φύσις των σωμάτων διότι ομολογουμένως άλλο πράγμα το υγιές μέρος του σώματος και άλλο το νοσούν, εντελώς δε ανόμοια τα δύο αυτά, και το ανόμοιον επιθυμεί και αγαπά τα ανόμοια. Άλλος λοιπόν ο εις το υγιεινόν και άλλος ο εις το νοσώδες υπάρχων έρως. Εφαρμόζεται δε και εδώ εκείνο που έλεγε προτύτερα ο Παυσανίας, ότι καλόν μεν είνε να χαρίζεταί τις εις τους αγαθούς, αισχρόν δε εις τους ακολάστους· δηλαδή και περί σωμάτων προκειμένου, καλόν μεν και πρέπον είνε το χαρίζεσθαι εις τα αποτελούντα το αγαθόν και υγιές εκάστου σώματος, και εις τούτο ακριβώς συνίσταται η ιατρική, αισχρόν δε το χαρίζεσθαι εις τα μη υγιή και νοσώδη, εις τα οποία, εξ εναντίας, δεν πρέπει να υποχωρή τις, εάν θέλη να είνε επιτήδειος ιατρός. Διότι η ιατρική, διά να ορίσω με ολίγας λέξεις το πράγμα, είνε επιστήμη των του σώματος ερωτικών ορμών προς πλησμονήν και κένωσιν, και ο διαγινώσκων εις αυτάς τον καλόν και τον αισχρόν έρωτα, αυτός είνε ο καλύτερος ιατρός, επιτηδειότατος δε πρακτικός θα ήτο ο επιτυγχάνων να μεταβάλλη κατά τοιούτον τρόπον τα πράγματα, ώστε ν' αποκτάται ο αρμόζων έρως αντί του μη αρμόζοντος, και γνωρίζων όπου μεν δεν υπάρχει έρως, ενώ είνε αναγκαίος, να εμποιή αυτόν, όπου δε υπάρχει αχρείος τοιούτος, να τον εκδιώκη. Πρέπει επομένως ο ιατρός να είνε ικανός τα εχθρικώτατα διακείμενα μέσα εις το σώμα να τα καταστήση φίλα και αγαπώμενα αμοιβαίως· και είνε εχθρικώτατα προς άλληλα τα εναντιώτατα, δηλαδή το ψυχρόν προς το θερμόν, το πικρόν προς το γλυκύ, το ξηρόν προς το υγρόν, και όσα άλλα τοιαύτα· ακριβώς δε, εις τα εναντιώτατα αυτά ευρών το μέσον να εμποιή έρωτα και ομόνοιαν ο πρόγονος ημών Ασκληπιός, όπως λέγουν οι ποιηταί και εγώ πείθομαι, εδημιούργησε την ιδικήν μας τέχνην. Κατά ταύτα λοιπόν και η ιατρική ολόκληρος διά του θεού τούτου κυβερνάται, ωσαύτως δε και η γυμναστική και η γεωργία. Ομοίως έχει το πράγμα και διά την μουσικήν, όπως είνε φανερώτατον διά κάθε άνθρωπον ο οποίος ήθελε προσέξει ολίγον, τούτο δε ίσως θέλει να ειπή και ο Ηράκλειτος (10), αν και δεν εκφράζεται καλώς. Διότι λέγει ότι το έν διιστάμενον προς εαυτό συμφωνεί προς εαυτό, όπως η αρμονία τόξου ή λύρας (11). Αλλ' είνε εντελώς παράλογον να λέγεται ότι η αρμονία είνε διάστασις ή και ότι συνίσταται από διιστάμενα στοιχεία. Ίσως όμως ο Ηράκλειτος ήθελε να ειπή τούτο, ότι δηλαδή από τους διισταμένους μεν πρότερον τόνους οξύν και βαρύν, συνδυασθέντας δ' έπειτα εις συμφωνίαν υπό της μουσικής τέχνης, έγεινεν η αρμονία· διότι δεν θα ήτο βέβαια διόλου δυνατή αρμονία εφ' όσον το οξύ και το βαρύ είνε ασύμφωνα. Και τούτο διότι η αρμονία είνε συνήχησις, η δε συνήχησις τρόπον τινά συμφωνία· συμφωνία δε διισταμένων, εφ' όσον ευρίσκονται εις διάστασιν, είνε αδύνατος· το διιστάμενον δε πάλιν και μη συμφωνούν αδύνατον ν' αποτελέση αρμονίαν, όπως συμβαίνει και με τον ρυθμόν, ο οποίος έγεινεν εκ των διισταμένων μεν πρότερον ταχέος και βραδέος, ύστερον δε συμφωνησάντων. Την συμφωνίαν δε μεταξύ όλων αυτών, όπως ανωτέρω η ιατρική, εδώ επιτυγχάνει η μουσική, όταν κατορθώνη να εμποιήση ομόνοιαν και έρωτα αμοιβαίον· επομένως η μουσική είνε επιστήμη των ερωτικών σχέσεων των αναφερομένων εις την αρμονίαν και τον ρυθμόν. Και ως προς μεν την σύστασιν αυτήν της αρμονίας και του ρυθμού δεν είνε βέβαια διόλου δύσκολος η διάγνωσις του έρωτος, ουδέ υπάρχει πως ενταύθα ο διπλούς έρως· αλλ' όταν είνε ανάγκη να γείνη χρήσις του ρυθμού και της αρμονίας εν σχέσει προς τους ανθρώπους είτε διά της συνθέσεως, της άλλως μελοποιίας καλουμένης, είτε διά της ορθής χρήσεως των συντεθειμένων μελών και μέτρων, ήτις και εκλήθη παιδεία, ενταύθα και δύσκολον το πράγμα και ανάγκη επιτηδείου τεχνίτου. Διότι και πάλιν ο αυτός λόγος αρμόζει, ότι δηλαδή εις τους κοσμίους των ανθρώπων, και προς τον σκοπόν του να γείνουν κοσμιώτεροι οι μη όντες ακόμη τοιούτοι, πρέπον είνε να χαρίζεταί τις και να ενθαρρύνη τον έρωτά των, και αυτός είνε ο καλός, ο ουράνιος, ο της Ουρανίας μούσης Έρως· ενώ προς τον έρωτα της Πολυμνίας τον πάνδημον πρέπει να συμπεριφερώμεθα με πολλήν προσοχήν, εις τρόπον ώστε η απόλαυσις της εξ αυτού ηδονής να μη καταντά εις ακολασίαν, όπως και εις την ιδικήν μας τέχνην μέγα έργον είνε ο κανονισμός των τέρψεων τας οποίας παρέχει η μαγειρική τέχνη κατά τοιούτον τρόπον ώστε να μη προξενήται βλάβη εις την υγείαν. Και εις την μουσικήν λοιπόν και εις την ιατρικήν και εις όλα τα άλλα πράγματα, θεία και ανθρώπινα, πρέπει να καταβάλλεται όσον το δυνατόν περισσοτέρα προσοχή εις την διάκρισιν των δύο αυτών ερώτων διότι παντού υπάρχουν και οι δύο.
Και αυτή η σύστασις των ωρών του έτους γεμάτη είνε από τους δύο αυτούς Έρωτας· και όταν μεν τα στοιχεία τα οποία προ ολίγου ανέφερα, δηλαδή τα θερμά και τα ψυχρά και ξηρά και υγρά, τύχη να συγκερασθούν σωφρόνως και αρμονικώς εις έρωτα κόσμιον, έρχονται φέροντα ευτυχίαν και υγείαν εις ανθρώπους και εις τα άλλα ζώα και φυτά, χωρίς να προξενήσουν καμμίαν βλάβην όταν δε εις τας ώρας του έτους επικρατή ο ακόλαστος Έρως, και καταστροφήν και βλάβην πολλήν επιφέρει. Διότι και η λοιμική αυτήν συνήθως την αφορμήν έχει και πολλά ακόμη άλλα νοσήματα όμοια και των ζώων και των φυτών· και αι πάχναι δε και αι χάλαζαι και αι ασθένειαι των σπαρτών εκ της ακολασίας και ακοσμίας των τοιούτων ερωτικών σχέσεων προέρχονται, των οποίων η επιστήμη, καταγινομένη περί τας κινήσεις των άστρων και τας ώρας των ενιαυτών, αστρονομία καλείται. Ακόμη και όλαι αι θυσίαι και όσα άλλα ανάγονται εις την μαντικήν τέχνην — ταύτα δε είνε τ' αποτελούντα την μεταξύ ανθρώπων και θεών επικοινωνίαν — δεν έχουν άλλον σκοπόν παρά την διατήρησιν και θεραπείαν του Έρωτος. Διότι όλη η ασέβεια παρακολουθεί συνήθως και απέναντι των γονέων και ζώντων και αποθανόντων και απέναντι των θεών, εάν τις, αντί του κοσμίου έρωτος εις τον οποίον πρέπει να χαρίζεται και να τιμά και πρεσβεύη εις κάθε πράξιν, προτιμά τον άλλον. Αυτά δε ακριβώς αποστολήν έχει η μαντική να επισκοπή και θεραπεύη, και επομένως η τέχνη αυτή είνε δημιουργός φιλίας μεταξύ θεών και ανθρώπων, ως δυναμένη να γνωρίση ποίαι εκ των ερωτικών κλίσεων των ανθρώπων τείνουν προς το πρέπον ή την ασέβειαν. Τοιουτοτρόπως πολλήν και μεγάλην, ή διά να ειπώ σωστότερα, κάθε δύναμιν έχει γενικώς μεν ο όλος Έρως, αλλ' ο αποβλέπων εις το αγαθόν και με σωφροσύνην και δικαιοσύνην επιτελούμενος εν σχέσει και προς ημάς και προς τους θεούς, αυτός την μεγίστην δύναμιν έχει και κάθε ευδαιμονίαν παρέχει εις ημάς, δυναμένους και προς αλλήλους να συναναστρεφώμεθα και να είμεθα φίλοι, και προς τους θεούς τους πολύ ανωτέρους ημών.
Εις τον έπαινον αυτόν του Έρωτος ίσως και εγώ πολλά παραλείπω, όχι όμως θεληματικώς. Αλλ' εάν αφήκα τίποτε, ιδικόν σου έργον είνε, Αριστοφάνη, να με συμπληρώσης· ή αν έχης κατά νουν να εγκωμιάσης κατ' άλλον τρόπον τον θεόν, εγκωμίαζε, αφού και ο λόξυγκας σου επέρασε.
Εις την τελευταίαν αυτήν αποστροφήν του Ερυξιμάχου απαντών ο Αριστοφάνης, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος,
— Τωόντι, είπεν, έπαυσεν ο λόξυγκας, αλλ' όχι πριν του προσφέρω το πτάρνισμα, και θαυμάζω ότι, διά ν' αποκατασταθή ο κόσμιος έρως μέσα εις τον οργανισμόν, απαιτείται η προσφορά των ψόφων και των γαργαλισμών ενός πταρνίσματος· διότι με την προσφοράν αυτήν ευθύς ο λόξυγκας έπαυσε.
— Πρόσεχε, Αριστοφάνη, παρετήρησεν ο Ερυξίμαχος. Αρχίζεις με αστειότητας, ενώ πρόκειται να λάβης τον λόγον, και θα με αναγκάσης να σε προσέχω μην ετοιμάζεσαι να μας ειπής τίποτε αστεία από τα συνειθισμένα σου.
Και ο Αριστοφάνης γελάσας:
— Πολύ σωστά λέγεις, Ερυξίμαχε, και ας λογαριασθούν ως μη λεχθέντα όσα είπα. Μη με προσέχεις λοιπόν, διότι εκείνο που φοβούμαι δεν είνε μήπως ειπώ αστεία, πράγμα το οποίον άλλως είνε ίδιον της μούσης μου και θα ήτο προς έπαινόν της, αλλά μήπως ειπώ γελοία.
— Μην το βάζης εις τον νουν σου ότι ημπορείς να μου ξεφύγης. Πρόσεχε λοιπόν και ομίλει έχων υπ' όψιν σου ότι θα μου δώσης λόγον. Ίσως κ' εγώ τότε να φανώ επιεικής, αν το κρίνω σωστόν.