ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.

Συνέχεια και τέλος του προοιμίου.

Ήκουσες λοιπόν, ω Σώκρατες, εν συντομία όσα διηγήθη ο
Ε. | παλαιός Κριτίας, ακούσας αυτά από τον Σόλωνα. Και διά
ταύτα, ότε συ χθες διελέγεσο περί της πολιτείας και περί των
πολιτών, τους οποίους περιέγραφες, εθαύμαζον ενθυμούμενος
αυτά, τα οποία λέγω τώρα. Διότι κατενόουν πόσον θαυμασίως
κατά τύχην τινά ουχί ασκόπως εις τα πλείστα συνεφώνεις με όσα
26. | είπεν ο Σόλων. Αλλ' όμως δεν ηθέλησα αμέσως να ομι-
λήσω, διότι μετά τόσον χρόνον δεν τα ενεθυμούμην πολύ καλά.
Εσκέφθην λοιπόν ότι έπρεπε πρώτον κατ' ιδίαν να επαναλάβω
πάντα αρκούντως και έπειτα να ομιλήσω. Διά τούτο και ταχέως
εσυμφώνησα με εκείνα, τα οποία χθες επρότεινες, διότι ενόμι-
ζον ότι ούτως εκείνο, το οποίον είναι το δυσκολώτατον εις όλα τα
τοιαύτα, δηλαδή να προσαρμόζωμεν εις τους σκοπούς ημών πρέ-
πουσαν διήγησιν, τούτο ημείς θα επιτύχωμεν αρκετά καλά(27). Και
Β. | ούτω, καθώς είπεν ούτος (ο Ερμοκράτης), και χθες, ευθύς
άμα απήλθομεν εντεύθεν ανέφερον εις τούτους αυτά, ανακαλών
εις την μνήμην μου, και αφού απεμακρύνθην σκεπτόμενος κατά
την νύκτα σχεδόν άπαντα ενεθυμήθην. Πόσον αληθεύει το κοι-
νώς λεγόμενον, ότι όσα μανθάνει τις εκ παιδικής ηλικίας μέ-
νουσι θαυμάσια εις την μνήμην του, διότι εγώ όσα ήκουσα χθες
δεν γνωρίζω αν θα ηδυνάμην να επαναλάβω όλα πάλιν εις την
μνήμην μου, αλλ' εκείνα, τα οποία εχω ακούσει προ τόσου πολ-
λού χρόνου, πάντως ήθελον εκπλαγή, αν με διέφευγε κανέν εξ
C. | αυτών. Τω όντι ηκούοντο ταύτα τότε με πολλήν παιδικήν
ευχαρίστησιν, και ο γέρων ακόμη προθύμως μοι τα επανελάμ-
βανε, διότι εγώ πολλάκις επανηρώτων αυτόν, ούτως ώστε μοι
έγιναν μόνιμα ως εικών εγκεκαυμένη, ήτις δεν δύναται πλέον
να εξαλειφθή. Και εις τούτους ακόμη ευθύς έλεγον αυτά ταύτα
την πρωίαν, διά να έχωσι και αυτοί αφθονίαν λόγων, όπως και
εγώ. Τώρα λοιπόν, διά να έλθω εις εκείνο χάριν του οποίου πάντα
ταύτα ελέχθησαν, είμαι έτοιμος να είπω, ω Σώκρατες, όχι μό-
νον κεφαλαιωδώς, αλλά ως ήκουσα αυτά έν έκαστον κατά μέρος.
Και τους πολίτας και την πολιτείαν εκείνην, την οποίαν χθες
μας περιέγραφες ως εις μύθον, τώρα θα μεταφέρωμεν εις την
Δ. | πραγματικότητα και θα την θέσωμεν εδώ εν Αθήναις, διότι
εκείνη ήτο αύτη (η ιδική μας)· και οι πολίται, τους οποίους παρί-
στανες εις την διάνοιάν σου, θα είπωμεν ότι είναι εκείνοι οι
αληθινοί πρόγονοι ημών, περί των οποίων ωμίλει ο ιερεύς. Η
αρμονία μεταξύ αυτών θα είναι τελεία και δεν θα απομακρυν-
θώμεν του αληθούς, λέγοντες ότι αυτοί (οι της πολιτείας) είναι
οι Αθηναίοι οι ζώντες τότε. Λαμβάνοντες δε μέρος έκαστος(28) ας
προσπαθήσωμεν κοινώς όλοι, όσον δυνάμεθα, πρεπόντως να δώ-
σωμεν την λύσιν των προβλημάτων άπερ έθεσες.
Πρέπει όμως να εξετάσωμεν, ω Σώκρατες, αν ο λόγος ούτος
Ε. | είναι σύμφωνος με τόν σκοπόν ημών ή αν πρέπει αντ' αυ-
τού να ζητήσωμεν ένα άλλον.

Σωκράτης

Και ποίον άλλον, ω Κριτία, καλύτερον τούτου δυνάμεθα να
λάβωμεν; διότι ούτος και εις την σημερινήν εορτήν της θεάς διά
την μετ' αυτής συγγένειάν του κάλλιστα αρμόζει, και το ότι εί-
ναι ουχί πλαστός μύθος, αλλ' αληθινός λόγος, είναι μέγιστον
πράγμα. Τω όντι, πώς και πόθεν θα εύρωμεν άλλους, αν απορ-
ρίψωμεν τούτον; Είναι αδύνατον αλλά με καλήν ώραν πρέπει
27. | υμείς να λέγητε, εγώ δε εις αμοιβήν των χθεσινών λόγων
μου να ακούω σιωπών.

Κριτίας

Πρόσεχε όμως εις την τάξιν των προς σε, ω Σώκρατες, φιλο-
ξενημάτων μας, τίνι τρόπω τα έχομεν διαθέσει. Διότι απεφασί-
σαμεν ταύτα: ο Τίμαιος, επειδή είναι δυνατώτερος ημών εις την
αστρονομίαν και έκαμεν ως κύριον έργον του να μάθη την
φύσιν του παντός, πρώτος θα ομιλήση αρχίζων από την γένεσιν
του κόσμου και καταλήγων εις την φύσιν του ανθρώπου. Μετά
τούτον εγώ, διότι θα έχω δεχθή από αυτόν μεν τους ανθρώπους,
Β.| οίτινες έχουσιν ήδη γίνη κατά τον λόγον αυτού, από σε δέ
τινας εξ αυτών εξόχως πεπαιδευμένους, κατά δε τον λόγον(29) και
τον νόμον του Σόλωνος, αφού παρουσιάσω αυτούς εις το δικαστή-
ριον υμών, θα τους κάμω πολίτας ταύτης εδώ της πόλεως, επειδή
αυτοί ακριβώς είναι εκείνοι οι παλαιοί Αθηναίοι, τους οποίους,
ενώ ήσαν αφανείς, απεκάλυψεν ο λόγος των ιερών γραφών. Ούτω
δε και του λοιπού θα ομιλώμεν περί αυτών ως περί συμπολιτών
και αληθινών Αθηναίων.

Σωκράτης

Τελείως και λαμπρώς φαίνεται ότι θα λάβω την ανταπόδοσιν
του συμποσίου των λόγων (το οποίον σας προσέφερον). Εις σε
λοιπόν ανήκει, ω Τίμαιε, τώρα να ομιλήσης, αφού κατά την συνή-
θειαν επικαλεσθής τους θεούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.

Γενικαί αρχαί της Κοσμογονίας. Το αεί ον και το γινόμενον. Το ον είναι αμετάβλητον, καταληπτόν υπό της καθαράς νοήσεως και δύναται να γινώσκηται μετά βεβαιότητος. Το γινόμενον είναι μεταβλητόν, αντικείμενον των αισθήσεων και της γνώμης και γινώσκεται μόνον μετ' εικασίας και πιθανότητος. Ο αισθητός κόσμος γίνεται, άρα εδημιουργήθη κατά αιώνιον παράδειγμα (την ιδέαν) υπό του Δημιουργού(30).

Τίμαιος

Αλλ', ω Σώκρατες, πάντες όσοι και ολίγην έχουσι φρόνησιν
C.| πράττουσι τούτο, δηλ. εις την αρχήν παντός πράγματος μι-
κρού και μεγάλου πάντοτε επικαλούνται τον Θεόν. Ημείς δε
οίτινες μέλλομεν να ομιλήσωμεν περί του σύμπαντος πώς έγινε
ή αν είναι αγέννητον, εάν δεν είμεθα εντελώς παράφρονες,
ανάγκη, επικαλούμενοι τους θεούς και τας θεάς, να ευχηθώμεν
να είναι όλοι οι λόγοι ημών προ πάντων σύμφωνοι προς την κρί-
Δ. | σιν αυτών, ακόλουθοι δε προς ημάς αυτούς. Και ως προς
τους θεούς μεν ας είναι αύτη η παράκλησις· ως προς ημάς δε ας
παρακαλέσωμεν, όπως όσον το δυνατόν ευκολώτερον υμείς κατα-
νοήσητε, εγώ δε σας δείξω σαφώς περί του αντικειμένου της δια-
λέξεως, πώς το νοώ.
Πρέπει τώρα κατά την γνώμην μου να διακρίνωμεν τα εξής:
Τι είναι εκείνο όπερ πάντοτε είναι και γένεσιν δεν έχει, και τι
28. | είναι εκείνο όπερ γίνεται και ουδέποτε είναι(31). Το μεν πρώ-
τον είναι καταληπτόν υπό της νοήσεως διά του συλλογισμού, διότι
είναι πάντοτε κατά τον αυτόν τρόπον (αμετάβλητον). Το άλλο
είναι αντιληπτόν υπό της δόξης (γνώμης) και της ασυλλογίστου
αισθήσεως, δοξαστόν, διότι γίνεται και φθείρεται(32), αλλά πρα-
γματικώς ουδέποτε είναι. Εξ άλλου, παν πράγμα, το οποίον γίνε-
ται, εξ ανάγκης γίνεται από αίτιον τι, διότι οιονδήποτε πράγμα
είναι αδύνατον να λάβη γένεσιν χωρίς αιτίου (υπό του οποίου
γίνεται). Παν πράγμα λοιπόν, του οποίου την μορφήν και την
λειτουργίαν ποιεί ο δημιουργός βλέπων πάντοτε προς εκείνω, το
οποίον είναι αιώνιον και αμετάβλητον και ως παράδειγμα μετα-
χειριζόμενος αυτό, εξ ανάγκης το πράγμα τούτο αποτελείται
Β. | πάντοτε ούτω καλόν· εκείνο όμως, όπερ δημιουργεί αποβλέ-
πων εις το έχον γένεσιν και μεταχειριζόμενος γεννητόν παρά-
δειγμα, τούτο δεν είναι καλόν(33). Ο όλος δε ουρανός, ή ο κόσμος,
ή αν ευρίσκηται άλλο τι όνομα περισσότερον κατάλληλον, ού-
τως ας ονομάζηται υφ' υμών. Περί αυτού λοιπόν πρέπει να εξε-
τάσωμεν κατά πρώτον εκείνο, το οποίον μας παρουσιάζεται εις
την αρχήν εκάστου πράγματος ως αναγκαίον, να σκεφθώμεν
δηλαδή: πάντοτε ήτο και δεν έλαβεν ουδεμίαν αρχήν γενέσεως;
ή έγινε και έλαβεν έναρξιν από τινος αρχής; Έλαβε γένεσιν,
διότι είναι ορατός και απτός και έχει σώμα, πάντα δε τα τοιαύτα
πράγματα είναι αισθητά· τα δε αισθητά, τα οποία αντιλαμβα-
C. | νόμεθα διά της δόξης (γνώμης) εν βοηθεία της αισθήσεως,
είδομεν ότι γίνονται και είναι γεννητά. Το δε γεννηθέν είπομεν
ότι εξ ανάγκης εγένετο υπό τινος αιτίου. Τον ποιητήν όμως και
πατέρα του σύμπαντος τούτου και να εύρη τις είναι δύσκολον, και
αν τον εύρη, είναι αδύνατον να τον αποκαλύψη εις πάντας(34).
Αλλά και το εξής πάλιν πρέπει τις να σκεφθή περί αυτού. Προς
ποίον εκ των παραδειγμάτων βλέπων ο ποιητής του κόσμου κα-
29. | τεσκεύαζεν αυτόν; προς εκείνο το οποίον είναι αιωνίως το
αυτό και κατά τον αυτόν τρόπον ή προς το λαβόν γέννησιν(35);
Εάν μεν ο κόσμος ούτος είναι καλός και ο δημιουργός αυτού
αγαθός, είναι φανερόν ότι έβλεπε πρός το αιώνιον παράδειγμα.
Εάν δε τουναντίον (όπερ δεν επιτρέπεται ούτε να το είπη τις)(36)
προς το λαβόν γέννησιν. Αλλά εις πάντας είναι προφανές ότι
απέβλεπε προς το αιώνιον, διότι ο μεν κόσμος είναι το ωραιότα-
τον όσων έλαβον γέννησιν(37), ο δε ποιητής του είναι το άριστον
των αιτίων. Και, αν έχη γίνη τοιουτοτρόπως, εδημιουργήθη σύμ-
φωνα προς εκείνο, το οποίον είναι καταληπτόν υπό του λόγου
και της νοήσεως και είναι πάντοτε το αυτό. Και, αν ταύτα είναι
Β. | αληθή(38), ανάγκη πάσα ο κόσμος να είναι εικών τινος.
Εκείνο δε, το οποίον είναι το μέγιστον εις παν πράγμα, εί-
ναι το να γίνεται έναρξις από της φυσικής αρχής αυτού. Λοιπόν
και περί της εικόνος και του παραδείγματος αυτής πρέπει να δια-
κρίνωμεν ακριβώς, ότι οι λόγοι (πρέπει να) είναι συγγενείς αυ-
τών τούτων των πραγμάτων, τα οποία εξηγούσι(39). Περί εκείνου
άρα, το οποίον είναι μόνιμον και σταθερόν και γίνεται καταφα-
νές διά του νου, οι λόγοι πρέπει να είναι σταθεροί και αμε-
τάβλητοι, και, εφ' όσον είναι δυνατόν και αρμόζει εις λόγους να
είναι αναντίρρητοι και ακίνητοι, εκ τούτων τίποτε δεν πρέπει
να λείπη. Αλλ' οι λόγοι, οίτινες εξηγούσι το πράγμα, το
C. | οποίον εικονίσθη κατά το παράδειγμα εκείνο, και το οποίον
άρα είναι εικών, είναι πιθανοί και ανάλογοι προς το πράγμα.
Τω όντι, ό,τι είναι προς την γένεσιν η ουσία, τούτο είναι προς
την πίστιν η αλήθεια(40). Εάν λοιπόν, ω Σώκρατες, επειδή πολλοί
είπον πολλά (διάφορα) περί θεών και της γενέσεως κόσμου, εάν
δεν δυνηθώμεν να δώσωμεν εξηγήσεις ολοσχερώς και καθ' όλα
τα μέρη συμφώνους πρός εαυτάς και ακριβείς, μη θαυμάσης.
Εάν όμως όχι ολιγώτερον άλλου τινός παρουσιάσωμεν λόγους
πιθανούς, πρέπει να αρκεσθώμεν, ενθυμούμενοι ότι και εγώ ο
Δ. | ομιλών και υμείς οι κρίνοντες έχομεν φύσιν ανθρωπίνην,
ούτως ώστε δεχόμενοι περί τούτων τον πιθανόν λόγον δεν πρέπει
να ζητώμεν ακόμη περαιτέρω (βαθύτερον).

Σωκράτης

Άριστα, ω Τίμαιε· και πρέπει να αποδεχθώμεν απολύτως
ό,τι λέγεις. Και το μεν προοίμιόν σου μας ήρεσε θαυμάσια· τώρα
δε συνεχίζων τελείωνέ μας και το άσμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.
23 of 88
4 pages left
CONTENTS
Chapters
Highlights